Καθ. Χαράλαμπος Γκότσης
  • Αρχικη
  • Βιογραφικο
  • Αρθρογραφια
  • Συνεντευξεις
    • Τηλεοπτικές
    • Ραδιοφωνικές
    • Ιντερνετικές
    • Εφημερίδες | Περιοδικά
  • Ομιλιες
  • Blog
  • Βιβλια
  • Επικοινωνια

Αλλαγή οικονομικής πολιτικής | Επίκαιρα

12/29/2014

0 Comments

 
Picture
Το 20014 ήταν μια χρονιά που οι Έλληνες θα σβήσουμε γρήγορα από τη μνήμη μας. Χωρίς ιδιαίτερα γεγονότα, χωρίς ευχάριστες εκπλήξεις, χωρίς τις μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος. Τα πάντα κινήθηκαν στη ρουτίνα της Τρόικας, της προσαρμογής, της προσμονής για το καλύτερο αύριο που δε βλέπουμε να έρχεται.

Ας προσπαθήσουμε όμως να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη. Η Ελλάδα πάλι, ως συνήθως, χωρισμένη στα δύο. Στους…λογικούς, που, στην πλειοψηφία τους, χωρίς να το πιστεύουν, υλοποιούν και υποστηρίζουν ένα πρόγραμμα που τους επιβλήθηκε, και στους ρεαλιστές, που βλέπουν τα προβλήματα να συσσωρεύονται και να απαιτούν την αλλαγή του.

Βασικοί στόχοι και των δύο πλευρών για το 2014, που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και εθνικοί στόχοι, ήσαν δύο. Η απομείωση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο και η δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Η κυβέρνηση, μετά από την απόφαση του Νοέμβρη του 2012, που περιείχε τη βούληση των δανειστών, ότι μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος θα υπάρξει συζήτηση για περαιτέρω μείωση του χρέους, κάτι που αποτελεί έμμεση παραδοχή ότι η τότε ρύθμιση είχε γίνει χωρίς να είναι βιώσιμο, άρχισε να υλοποιεί τα προβλεπόμενα από το πρόγραμμα, χωρίς όμως ιδιαίτερο ζήλο, αφού τον Ιούνιο θα είχαμε εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ως γνωστόν οι ψήφοι έχουν προτεραιότητα έναντι των στόχων. Έτσι, στο όνομα του πολιτικού κόστους, καταγράφονται αναβολές στην εφαρμογή μέτρων, στην είσπραξη φόρων αλλά και στη διενέργεια σοβαρών μεταρρυθμίσεων.

Αποτέλεσμα; Η υστέρηση σε όλα τα σημεία, ώστε να συγκεντρωθεί ένα πλήθος υποχρεώσεων προς το τέλος της χρονιάς, οι οποίες από τις εξελίξεις φάνηκε ότι ήταν αδύνατο πολιτικά να υλοποιηθούν. Εξακόσια σημεία ο ένας λογαριασμός, 19 βαθιές τομές για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού με μέτρα μόνιμης απόδοσης αλλά και μια σειρά αλλαγών σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας και κοινωνίας, ο άλλος.

Μια σειρά από ενέργειες, με οσμή μικροπολιτικών επιλογών, ενώ δεν διευκόλυναν τους βασικούς στόχους, δημιούργησαν τεράστια πρόσθετα προβλήματα στην οικονομία. Από την χωρίς προϋποθέσεις έξοδό μας στις αγορές, έως την επίσκεψη του υπουργού οικονομικών και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στη Νέα Υόρκη για μονομερή και χωρίς όρους έξοδο από το πρόγραμμα του ΔΝΤ καθώς και την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο για τερματισμό του Μνημονίου και αποπομπή της Τρόικας, χωρίς η χώρα να είναι έτοιμη να βγει για άντληση κεφαλαίων από τις αγορές. Όλες αυτές οι κινήσεις εντυπωσιασμού, δημιούργησαν αναστάτωση στους δανειστές, οι αγορές έδειξαν με την αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, ότι με τα σημερινά δεδομένα η χώρα είναι αποκλεισμένη από φρέσκο χρήμα και οι κάθε γης καλοθελητές άρχισαν να πλέκουν σενάρια εξόδου της χώρας από το Ευρώ. Όλα αυτά χωρίς λόγο.

Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να διαθέσει τις όποιες διαπραγματευτικές δυνάμεις διέθετε για το βασικό στόχο, που ήταν η απομείωση του χρέους, αναλώθηκε σε συζητήσεις για επιμέρους θέματα. Η  διαπραγμάτευση για το χρέος, στη διαδρομή ξεχάστηκε, αφού μάλιστα σε μια κίνηση παρωδίας το ανακηρύξαμε και βιώσιμο. Το ίδιο συνέβη και με το δεύτερο μεγάλο στόχο, που ήταν οι πολιτικές διευκόλυνσης της ανάπτυξης. Καμία αλλαγή στο αναπτυξιακό μοντέλο, καμία βαθιά μεταρρύθμιση στο κράτος, στην φορολογία, στην απονομή δικαιοσύνης. Καμία επιλογή συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, που θα είχαν προτεραιότητα στη στήριξη του κράτους. Οι ριζικές τομές  στην εκπαίδευση, στην έρευνα στην καινοτομία, που θα μας οδηγήσουν στην επόμενη μέρα ανύπαρκτες.

Η άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση, παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια μια συνέπεια στις θέσεις της. Διαπραγμάτευση για απομείωση του χρέους, αναπτυξιακές πολιτικές, αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού προβλήματος. Ποιος θα είχε αντίρρηση με αυτούς τους στόχους. Το ερώτημα όμως που πλανάται στα χείλη, όσων βλέπουν με συμπάθεια, αλλά και με ρεαλισμό αυτή την πρόταση είναι: Θα τα καταφέρει;

Η αντιπολίτευση έχει κατανοήσει και  τελικά, όπως φαίνεται από τις τοποθετήσεις των επίσημων εκφραστών της οικονομικής πολιτικής αλλά και στο πρόγραμμα που δημοσιοποιήθηκε, έχει αποδεχθεί, ότι η όποια πολιτική κληθεί να υλοποιήσει θα υπόκειται σε δύο περιορισμούς. Πρώτον στις απαιτήσεις του δημοσιονομικού συμφώνου, που απαιτεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και δεύτερον η όποια ρύθμιση για το χρέος θα πρέπει να προκύψει κατόπιν διαπραγμάτευσης και με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών.

Συνεπώς, η προσπάθεια θα πρέπει να κατατείνει στην όσο το δυνατόν καλύτερη εκμετάλλευση των περιθωρίων που υπάρχουν για άσκηση αυτόνομης εθνικής οικονομικής πολιτικής, κάτι που άλλωστε επιχειρείται και από τη Γαλλία αλλά και την Ιταλία. Γνωρίζουμε εκ του αποτελέσματος, ότι το μείγμα πολιτικής που εφαρμόστηκε με κύριο στόχο τη μείωση του κόστους και την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών (οικονομικά της προσφοράς), απέτυχε παταγωδώς. Έτσι, καταρχήν η πρόταση της αντιπολίτευσης για ενίσχυση της ζήτησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα πρέπει πράγματι να δοκιμάσουμε ένα άλλο μείγμα πολιτικής, που να ευνοεί την κατανάλωση κυρίως προϊόντων εγχώριας παραγωγής ενώ αντίστοιχα να αποφευχθούν τέτοιες που να στρέφουν την κατανάλωση προς το εξωτερικό για εισαγόμενα. Η προσεκτική ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων είναι μια καλή πρόταση, αφού οι μελέτες δείχνουν, ότι αυτές οι κοινωνικές ομάδες καταναλώνουν κατά προτίμηση εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.

Το γεγονός άλλωστε, ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αυτή τη στιγμή διαθέτουν σημαντικές αργούσες παραγωγικές δυνάμεις, οι περισσότερες λειτουργούν με το 20-30% της δυναμικότητάς τους, δείχνει ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί και χωρίς αρχικά τη συμβολή νέων επενδύσεων. Επενδύσεις εκσυγχρονισμού είναι βέβαια αναγκαίες για να μπορέσουν  να παραμείνουν βιώσιμες και ανταγωνιστικές, αφού τα τελευταία χρόνια έμειναν πίσω. Η φροντίδα της πολιτείας (ενισχύσεις, τεχνογνωσία, εκπαίδευση, έρευνα, δίοδοι προώθησης), θα πρέπει να αφορά κατά προτεραιότητα στις καινοτόμες, εξωστρεφείς επιχειρήσεις, που  υπόσχονται διάρκεια και σταθερές θέσεις εργασίας για το κατά κοινή αναγνώριση καλά εκπαιδευμένο στελεχιακό μας δυναμικό.

Προϋπόθεση όμως για να στεφθεί με επιτυχία μια τέτοια πολιτική είναι η επιτυχής έκβαση των διαπραγματεύσεων για το δυσβάσταχτο χρέος. Η αναδιάρθρωσή του προς την κατεύθυνση μιας δραστικής μείωσης των ετήσιων υποχρεώσεων για τόκους και χρεολύσια θα ελευθερώσει πόρους, που αντί να οδηγηθούν στο εξωτερικό με τη μορφή υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων για την πληρωμή των υποχρεώσεων προς τους δανειστές, θα παραμείνουν στην οικονομία προσφέροντας την αναγκαία ρευστότητα που θα βοηθήσει στην ανάκαμψη και στην εκμετάλλευση των ούτως ή άλλως σημαντικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η χώρα για ανάπτυξη και ευημερία του λαού της.

Ως αντάλλαγμα για τις όποιες διευκολύνσεις θα μπορούσε να προσφέρει κανείς ένα αξιόπιστο πρόγραμμα βαθιών μεταρρυθμίσεων που έχει η οικονομία και η κοινωνία. Μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν το στίγμα μιας μεγάλης αλλαγής, που θα μας οδηγήσει στην επόμενη ημέρα μιας σύγχρονης Ελλάδας. Στην παιδεία, στην έρευνα, στη διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα, στην απονομή δικαιοσύνης, στο τραπεζικό σύστημα, στη συνεργασία με τις παραγωγικές επιχειρήσεις, στις κρατικές προμήθειες και στις αναθέσεις έργων. Το πολιτικό σύστημα έως τώρα, κατά δήλωση του διευθυντή του ΟΟΣΑ κ. Γκουρία, που γνωρίζει πολύ καλά τα τεκταινόμενα στη χώρα μας, υποκύπτει σε «κρυφές δυνάμεις» που εμποδίζουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις. Τι εννοεί ο ποιητής, είναι εύκολο να μαντέψει κανείς. Εδώ βρίσκεται και το προνομιακό πεδίο μιας νέας  κυβέρνησης που δεν έχει δεσμεύσεις από το παρελθόν και μπορεί να χαράξει ένα ελπιδοφόρο μέλλον, βάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού σε νέα βάση, απελευθερώνοντας αποκλεισμένες δυνάμεις προς όφελος του λαού και του τόπου.

0 Comments

Στον αστερισμό της αβεβαιότητας | Real News

12/28/2014

0 Comments

 
Picture

Οι βασικοί στόχοι της οικονομικής πολιτικής για το 2014 ήσαν δύο. Η προετοιμασία της χώρας για μια ομαλή έξοδο από το μνημόνιο , στο τέλος της οποίας βρισκόταν η διαπραγμάτευση για μια γενναία ελάφρυνση του χρέους, καθώς και η δημιουργία προϋποθέσεων για μια ικανοποιητική ανάκαμψη της οικονομίας. Διαπιστώνουμε ότι ούτε το ένα έγινε ούτε το άλλο.

Έτσι, ο νέος χρόνος μας βρίσκει με πολλές εκκρεμότητες και με την αξιοπιστία της χώρας  βαριά τραυματισμένη. Δημοσιονομικό κενό, χρηματοδοτικό κενό, προβλήματα ομαλής τροφοδότησης των τραπεζών με ρευστότητα, ασφαλιστικό καθώς και όλες τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στα σχέδια.

Οι προοπτικές για το 2015, αν συνεχίσουμε την ίδια περιοριστική πολιτική, δεν αφήνουν περιθώρια για αισιοδοξία. Οι εκτιμήσεις ότι η χώρα θα παράγει 3% πρωτογενές πλεόνασμα και ταυτόχρονα θα επιτύχει 2,9% αύξηση του ΑΕΠ, είναι αίολες, αφού οι υποθέσεις που στηρίζονται είναι υπερβολικές. Μέσα σε ένα αρνητικό διεθνές και ένα καχεκτικό εθνικό περιβάλλον, η υπόθεση, ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 11,7% βρίσκονται εκτός πραγματικότητας. Συνεπώς, αν και οι προβλέψεις σε μια φάση της οικονομίας, όπου το κύριο χαρακτηριστικό είναι οι αβεβαιότητες, το πλέον πιθανό είναι να βρεθούμε σε μια κατάσταση στασιμότητας ή ελαφράς, ασήμαντης για τις απώλειες που έχει δεχθεί το ΑΕΠ της χώρας, αύξηση.

Για να αναστραφεί η πορεία και να αποκτήσει η οικονομία μας αναπτυξιακή δυναμική, θα πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό η οικονομική μας πολιτική. Αντί της αδιέξοδης πολιτικής μείωσης του κόστους παραγωγής, θα πρέπει με κάθε μέσο να ενισχυθεί στοχευμένα η ζήτηση προϊόντων εγχώριας παραγωγής. Έτσι, θα βελτιωθούν οι προσδοκίες των επιχειρήσεων και θα έχουν κάθε λόγο να πραγματοποιήσουν επενδύσεις, αλλά να στραφούν και προς τις εξαγωγές.

0 Comments

Η χαμένη Γαλλογερμανική φιλία | Αγορά 

12/27/2014

0 Comments

 
Picture
Η καθιέρωση κοινού νομίσματος στην Ευρώπη δεν ήταν μόνο μια οικονομική απόφαση. Ήταν και πολιτική. Χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την αποκατάσταση των ισορροπιών στην Κεντρική Ευρώπη, μετά την επανένωση της Γερμανίας και τη συνακόλουθη ισχυροποίησή της. Ένα κοινό νόμισμα, που θα διέπεται από αυστηρούς κανόνες, ως προϋπόθεση για την επιβίωσή του από τη μια, αλλά από την άλλη που περιείχε και την προοπτική για σύγκλιση τόσο στο κοινωνικό, όσο και στο οικονομικό πεδίο. Σχεδιάστηκε συνεπώς και ως όχημα για τη συντήρηση  και εμβάθυνση της πολυδιαφημισμένης Γαλλογερμανική φιλίας, σε μια κοινή πορεία.  

Προϋπόθεση  για τη λειτουργία   του κοινού νομίσματος ήταν η αποδοχή των κριτηρίων του Maastricht, τα οποία περιέχουν καταναγκασμούς για τα δημόσια χρέη (έως 60% του ΑΕΠ), τα ελλείμματα (έως 3% του ΑΕΠ)  και επίσης και για πληθωρισμό κάτω του 3%.  Κυβερνήσεις, που είχαν συνηθίσει για αιώνες να ασκούν αυτόνομα πολιτική, ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία, έπρεπε να προσαρμόσουν την πολιτική τους σε εξωγενείς παράγοντες, ενάντια συχνά ακόμη και στα συμφέροντα της ίδιας της κοινωνίας  τους.

Οι χώρες στην αρχή έκαναν τα αδύνατα δυνατά, ακόμη και με «χτένισμα» των στοιχείων τους για να εκπληρώσουν τα κριτήρια  και να συμμετάσχουν στην πρώτη ομάδα με το κοινό νόμισμα, τα προβλήματα όμως δεν άργησαν να φανούν. Πρώτες η Γαλλία και η Γερμανία  παραβίασαν τη συνθήκη, αυξάνοντας από την επόμενη κιόλας χρονιά (2002) τα ελλείμματά τους   πάνω από 3%, δίνοντας έτσι το κακό παράδειγμα και στις μικρότερες χώρες. Χρησιμοποίησαν μάλιστα τότε κάθε μέσο και τρόπο, ώστε να μην τους επιβληθούν οι προβλεπόμενες από τη συνθήκη κυρώσεις. Και το πέτυχαν!

Τα πράγματα όμως άλλαξαν και οι δύο χώρες ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Η μεν Γερμανία με την Ατζέντα 2010 του Καγκελαρίου Schroeder (SPD) προσαρμόσθηκε σε γενικές γραμμές στις ανάγκες της συνθήκης, αλλά και της παγκοσμιοποίησης, η οποία απαιτεί ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η δε Γαλλία συνέχισε να λειτουργεί με τα ίδια συστήματα, χωρίς ιδιαίτερες προσαρμογές. Η Γερμανία καθήλωσε τους μισθούς για μια δεκαετία, εφάρμοσε ευέλικτες μορφές εργασίας και περιόρισε το κοινωνικό κράτος. Έμεινε όμως πίσω στις επενδύσεις, οι οποίες μειώθηκαν από το 2008 κατά 5% του ΑΕΠ. Χωρίς όμως επενδύσεις τα πλεονεκτήματα που απέκτησαν θα έχουν παροδικό χαρακτήρα, αφού έτσι δεν διασφαλίζεται ούτε βιώσιμη ανάπτυξη αλλά ούτε και σταθερές θέσεις εργασίας.

Η Γαλλία αντίθετα αρνείται από τη μια να μειώσει τις κοινωνικές δαπάνες, από την άλλη όμως δεν προχωράει και σε κάποιες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους, στην εκπαίδευση, στην προώθηση των νέων επαγγελμάτων κλπ. Αποτέλεσμα, η χώρα να είναι φορτωμένη με ένα υπέρογκο χρέος, η οικονομία να βρίσκεται σε στασιμότητα και το μέλλον να φαντάζει δυσοίωνο αν δεν γίνουν άμεσα παρεμβάσεις. Όμως, η πολεμική που ασκείται στη Γαλλία, κυρίως εκ μέρους της Γερμανίας δεν στηρίζεται σε ψύχραιμες αναλύσεις αλλά σε πολιτικές σκοπιμότητες. Η οικονομία της Γαλλίας είναι καλύτερη από τη φήμη της, ο δε χαρακτηρισμός ασθενής της Ευρώπης απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Οι Γάλλοι κάνουν επενδύσεις, κάτι που θα αποδώσει μελλοντικά, έχουν μικρότερο δημογραφικό πρόβλημα, επειδή ενισχύουν την τεκνοποίηση, άρα θα έχουν και λιγότερα προβλήματα στο ασφαλιστικό, η διεθνής επιχειρηματική παρουσία είναι αξιόλογη, ενώ στους πίνακες ανταγωνιστικότητας κατέχουν μια αξιόλογη θέση.

Ορθώς τώρα ο Πρόεδρος Hollande υποστηρίζει, ότι αφού η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης, αφενός δεν είναι σε θέση να μειώσει το έλλειμμα μέσα στο 2015 στο 3% από το 4,7% που είναι σήμερα, με περιορισμό των δαπανών, αλλά επιθυμεί να το μεταθέσει για το 2017. Αντίθετα τάσσεται υπέρ της  ενίσχυσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για να ανακάμψει  και να ξεπεράσει το πρόβλημα. Αρνείται να υποκύψει στους μηχανισμούς της Ευρωζώνης, όταν μάλιστα ως  εγγυητής τους έχει αυτοανακυρηχθεί ο άσπονδος «φίλος» τους, οι Γερμανοί.

Αυτή τη στιγμή, το δίλημμα το έχουν κυρίως οι Γερμανοί. Ψηφίζουν, υπέρ των κυρώσεων κατά της Γαλλίας για την υπέρβαση του ελλείμματος, κινδυνεύουν να τινάξουν τη Γαλλογερμανική φιλία στον αέρα. Καταψηφίζουν ή απέχουν, αδειάζουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία είναι υποχρεωμένη από τη συνθήκη να επιβάλλει πρόστιμα δισεκατομμυρίων, και συνεπώς βλάπτουν καίρια τη κύρος της. Σε κάθε περίπτωση, οι ηγέτες της Ευρώπης, παρότι είναι συνηθισμένοι να βρίσκουν πάντα συμβιβαστικές λύσεις, θα έχουν ένα σκληρό έργο για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

Πάσχει βέβαια από σοβαρότητα, η κοινή δήλωση των ηγεσιών των δύο χωρών σε πρόσφατη συνάντησή τους για το θέμα στο Βερολίνο, να «σταματήσουν να κάνουν υποδείξεις η μια κυβέρνηση στην άλλη». Όταν οι δύο μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης έχουν φτάσει στο σημείο να μην εμπιστεύονται η μια την άλλη και να επιχαίρουν με τα προβλήματα που έχει ο άλλος εταίρος, αντί να καταβάλλουν προσπάθεια για κοινή αντιμετώπισή τους, τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά. Κυρίως για τους μικρότερους και από αυτούς ιδιαίτερα για την Ελλάδα, που είναι φορτωμένη με ένα πλήθος από προβλήματα., η Ευρώπη δεν έχει βρει ακόμη μια κοινή, ενιαία

Μετά από επτά χρόνια κρίση, χωρίς   άμεση προοπτική να ξεπεραστεί, η Ευρώπη δεν έχει βρει ακόμη μια κοινή, ενιαία, αποτελεσματική γραμμή για να αντιμετωπίσει τα θέματα. Σε καμία σύνοδο κορυφής, από τις πολυάριθμες που έχουν πραγματοποιηθεί, δεν ετέθη το ζήτημα στη βάση του , ώστε να δοθεί επιτέλους οριστική λύση. Ούτε το θέμα του συνολικού χρέους της Ευρώπης έχει συζητηθεί, αλλά ούτε και το θέμα της ανάπτυξης. Σχέδια για επενδύσεις, όπως εκείνο του νέου Προέδρου της Επιτροπής κ. Juncker των 300 δις Ευρώ, ανακοινώνονται συνεχώς, χωρίς όμως να υλοποιούνται, αφού δεν έχουν προηγουμένως εξασφαλίσει τους πόρους. Στο  μεταξύ όσο οι ηγεσίες ασχολούνται με τα συμπτώματα της κρίσης, δύο μεγάλες ασθένειες βρίσκονται προ των πυλών. Η στασιμότητα και ο αποπληθωρισμός που είναι αποτέλεσμα της αναβλητικότητας στην ανάληψη μέτρων αναστροφής της περιοριστικής πολιτικής προς την κατεύθυνση μιας χαλάρωσης της νομισματικής και ενίσχυσης της δημοσιονομικής πολιτικής.


0 Comments

Παγιδευμένη η Ευρώπη

12/27/2014

0 Comments

 
0 Comments

Παγιδευμένη η Ευρώπη

12/26/2014

0 Comments

 
Picture
 Σε μερικές ημέρες μπαίνουμε αισίως στον 6ο χρόνο, όπου η Ευρώπη προσπαθεί να λύσει τα προβλήματά της, χωρίς όμως και να τα καταφέρνει. Αντίθετα μάλιστα! Ένα πρόβλημα χρέους και μειωμένης ανταγωνιστικότητας, τείνει να εξελιχθεί σε εφιάλτη στασιμότητας και αποπληθωρισμού.

Στην οικονομική πολιτική, για να είναι αποτελεσματική, παίζουν δύο πράγματα ρόλο. Η σωστή χρονική στιγμή που επιλέγεις να εφαρμόσεις ένα ή μια δέσμη μέτρων καθώς και η σωστή δοσολογία. Σωστά το 2009 οι κυβερνήσεις των περισσότερων χωρών παρενέβησαν και με κεφαλαιακές ενισχύσεις έσωσαν τις τράπεζες σε βάρος βέβαια των φορολογούμενων πολιτών. Επίσης σωστά ενίσχυσαν τη ζήτηση με αναπτυξιακά πακέτα για να αποφευχθεί η συνέχιση της βαθιάς ύφεσης και να ανακοπεί η καθοδική πορεία.

Η συνέχεια δυστυχώς μόνο επιτυχημένη δεν ήταν. Οι ευρωπαίοι πολιτικοί, ως άλλοι μαθητευόμενοι μάγοι, περιέπεσαν στο ένα λάθος μετά το άλλο. Στην προσπάθειά τους να αποκλιμακώσουν την ανοδική τροχιά των χρεών, δεν αντελήφθησαν κάτι που και ένας αρχάριος ορειβάτης γνωρίζει. Ότι δηλαδή για να κατέβεις το βουνό συχνά είναι πιο δύσκολο και επικίνδυνο από το να το ανέβεις.

Με τη δραστική περιοριστική οικονομική, τη δημοσιονομική προσαρμογή, την πολιτική λιτότητας, έθεσαν σε κίνδυνο οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις των λαών της Ευρώπης που ήταν αποτέλεσμα μόχθου και αγώνων δεκαετιών. Αφού πρώτα με τις αστοχίες τους κατάφεραν να αμφισβητείται διεθνώς και αυτή η ύπαρξη του Ευρώ, που θεωρείται ως η σημαντικότερη κατάκτηση στη μακρόχρονη πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήρθε και η λάθος συνταγή για να δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο με τη βασικότερη συνιστώσα του, το φρένο χρέους, που θεσμικά πλέον και αυτόματα μονιμοποιεί την περιοριστική πολιτική και αναγορεύει, μια νέα πρωτοτυπία, την αντιμετώπιση του χρέους ως πρωταρχικό στόχο στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Όλοι οι άλλοι στόχοι, απασχόληση, ανάπτυξη, πληθωρισμός, ισοζύγιο πληρωμών, κατανομή του εισοδήματος, παραμερίζονται και οφείλουν να εξυπηρετούν τον ένα και μοναδικό που είναι η απομείωση των χρεών. Και ας είναι η δημιουργία χρεών, παράγωγο μιας αποτυχημένης πολιτικής στην προσπάθεια επίτευξης των παραπάνω στόχων και όχι η αιτία.

Η εμμονή, κυρίως της Γερμανίας, στη συνέχιση και στην πιστή τήρηση του χρονοδιαγράμματος για την εφαρμογή των σκληρών όρων του δημοσιονόμου συμφώνου, έχει οδηγήσει αρκετές χώρες, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, σε μεγάλα διλήμματα. Από τη μια είναι υποχρεωμένες να εφαρμόσουν πολιτικές άμεσης μείωσης των ελλειμμάτων τους, ενώ από την άλλη γνωρίζουν ότι στη φάση που βρίσκονται οι οικονομίες τους, σε ύφεση και σε στασιμότητα, τα πράγματα θα επιδεινωθούν, με κίνδυνο να μην είναι σε θέση να ανακάμψουν.

Η συνέχιση μιας απέλπιδος και αναποτελεσματικής πολιτικής, έχει οδηγήσει την Ευρώπη στο σημείο ώστε το ΑΕΠ της να είναι μικρότερο κατά 1,7%, ενώ εκείνο των ΗΠΑ, που εφάρμοσαν την ακριβώς αντίθετη πολιτική, 8,5% πάνω από το ΑΕΠ του 2008, που ήταν και το πρώτο έτος έναρξης της κρίσης. Όλα δείχνουν, ότι για τα επόμενα χρόνια εκείνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι, στην καλύτερη περίπτωση μια ασθενική ανάπτυξη και το χειρότερο μια παρατεταμένη στασιμότητα. Και τα δύο όμως οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα.

Όταν οι άλλοι μεγάλοι οικονομικοί σχηματισμοί όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, η Ρωσία με την τεχνητή μείωση της τιμής του πετρελαίου βγήκε τουλάχιστον προς το παρόν έξω από το παιχνίδι, αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς, η Ευρώπη μένει πίσω, χάνει συνεχώς έδαφος, το Ευρώ ως αποθεματικό νόμισμα αποδυναμώνεται, είναι λογικό ότι δεν είναι σε θέση να κρατήσει βηματισμό στη μεγάλη κούρσα για την πρωτοπορία στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι με ότι αυτό συνεπάγεται.

Για να αναστραφεί η πορεία θα πρέπει να αλλάξει ριζικά η ασκούμενη πολιτική. Η εμπειρία όμως δυστυχώς δείχνει, ότι όταν οι πολιτικοί πάρουν μια λανθασμένη απόφαση, δεν είναι αρκετή ούτε η επιστημονική τεκμηρίωση, αλλά ούτε και ο κοινός νους , για να την πάρουν πίσω. Θα πρέπει πρώτα να δουν γύρω τους, κοντά τους, όχι στη μακρινή Ελλάδα, ερείπια, και τότε ίσως αποφασίσουν να δράσουν.

0 Comments

Ευρώ ή Δραχμή, ένα ψευτοδίλημμα | Επίκαιρα

12/25/2014

0 Comments

 
Picture

Η συζήτηση για μια πιθανή αποχώρηση της Ελλάδας από τη ζώνη του Ευρώ, εμφανίζεται κάθε φορά, όταν η χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα σχετικά με την επίτευξη των στόχων ενός απαράδεκτου οικονομικά και κοινωνικά προγράμματος, το οποίο προσπαθεί να θεραπεύσει παθογένειες της ελληνικής οικονομίας με λάθος τρόπο. Βασική επιδίωξη είναι, η εξάλειψη του δίδυμου ελλείμματος, δημοσιονομικού και ισοζυγίου πληρωμών, το συντομότερο δυνατό, χωρίς να λαμβάνει υπ’όψη τις απώλειες  στον παραγωγικό αλλά και στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Η οικονομική αρχή, που θέλει τον στόχο να επιτυγχάνεται με το μικρότερο δυνατό κόστος, ξεχάστηκε από τους νεοφιλελεύθερους εμπνευστές της, στο βωμό μιας αμφίβολης βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, ακόμη κι αν το παραγόμενο και προς διάθεση προϊόν είναι ένα υποπολλαπλάσιο του αρχικού και ωθεί στην ανεργία ακόμη ένα 20% του απασχολούμενου δυναμικού της χώρας.

Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ με τις εκτιμήσεις, ότι το χρέος θα φθάσει το 2020 στο 160% του ΑΕΠ, αντί του 124% που προβλέπει το πρόγραμμα, έδωσε το έναυσμα στους Financial Times να συμπεράνουν, ότι «η Ελλάδα τα επόμενα τέσσερα χρόνια ή θα χρεοκοπήσει ή θα βγει από το Ευρώ ή και τα δύο».

Η αλήθεια είναι, ότι οι υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται το πρόγραμμα ήταν από την αρχή και αίολες και λανθασμένες. Άλλωστε, η συμφωνία του Νοεμβρίου του 2012 χαρακτηρίστηκε πολιτική και η πρόνοια, ότι μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, θα υπάρξει συζήτηση για την περαιτέρω απομείωση του χρέους, δείχνει, ότι και οι συντάκτες του δεν πίστευαν και οι ίδιοι στην ορθότητα των προβλέψεών τους. Από την εξέλιξη αυτών των συζητήσεων, που παίρνει τον χαρακτήρα της «μητέρας των μαχών», θα εξαρτηθεί και η παραμονή της χώρας στο Ευρώ ή αν θα οδηγηθεί σε νέες περιπέτειες.

Η παραμονή της χώρας στο Ευρώ θα πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε μέσο, αφού οι αρνητικές επιπτώσεις μιας εξόδου είναι πολύ περισσότερες από τα όποια αμφιβόλου αποτελέσματος πρόσκαιρα οφέλη. Γιατί λοιπόν αποτελεί ψευτοδίλημμα η επιλογή Ευρώ ή Δραχμή;

Πρώτον, είναι αλήθεια, ότι η κατασκευή του Ευρώ έπασχε από την αρχή. Κατά τον Καναδό οικονομολόγο, Robert Mundell, πνευματικό πατέρα του Ευρώ, ο «άριστος νομισματικός χώρος » (1961), θα πρέπει να διακρίνεται από ομοιογένεια στο επίπεδο παραγωγικότητας των επιμέρους μελών του χώρου. Στην Ευρώπη από το ξεκίνημα διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές σε παραγωγικότητα, τεχνολογία και βιοτικό επίπεδο μεταξύ των χωρών του Νότου και του Βορρά. Οι πρώτες διαθέτουν λιγότερα κεφάλαια και εξάγουν προϊόντα εντάσεως εργασίας, ενώ οι δεύτερες κυρίως βιομηχανικά υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτό οδήγησε σε πλεονάσματα στις Βόρειες χώρες και σε ελλείμματα στο Νότο. Αποτέλεσμα, η υπερχρέωση   των χωρών    και η αποκάλυψη της ανάγκης για ενιαίους κανόνες δημοσιονομικής και πιστωτικής πολιτικής. Το ένα υλοποιείται τώρα με το Σύμφωνο Σταθερότητας, το άλλο με την Τραπεζική Ένωση.

Δεύτερον, είναι λάθος το βασικό επιχείρημα για την επιστροφή στη Δραχμή, ότι η χώρα θα κερδίσει σε ανταγωνιστικότητα και έτσι θα λύσει τα προβλήματά της, αφού της δίνεται η δυνατότητα της υποτίμησης και έτσι θα αυξηθούν οι εξαγωγές. Στη θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου η εξωτερική αξία (συναλλαγματική ισοτιμία) του νομίσματος, εξαρτάται από τη  ζήτηση των αγαθών και υπηρεσιών από το εξωτερικό. Αποτελεί δηλαδή ένα παράγωγο της διαδικασίας και όχι την αιτία που δημιουργεί αποτέλεσμα. Η εφάπαξ μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (υποτίμηση ή ανατίμηση) χρησιμοποιείται για να αντιμετωπιστούν μόνο βραχυχρόνιες ανισορροπίες. Η βελτίωση των εξαγωγών εξαρτάται από τις ελαστικότητες ζήτησης των επιμέρους προϊόντων που προσφέρονται στο εξωτερικό, οι οποίες συνδέονται με τη δομή της οικονομίας. Αυτή δυστυχώς για τη χώρα μας είναι το πρόβλημα και όχι το νόμισμα Ευρώ ή Δραχμή, αφού και στο παρελθόν με τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις οι επιδόσεις μας δεν βελτιώθηκαν. Άλλωστε, παρά την καταγραφόμενη βελτίωση του συνολικού δείκτη ανταγωνιστικότητας τα τελευταία τρία χρόνια, οι εξαγωγές μας δεν έδειξαν να κερδίζουν έδαφος. Αυτό δεν αποκλείει το γεγονός, ότι ακόμη και μέσα στην κρίση υπάρχουν επιχειρήσεις ή και ολόκληροι κλάδοι, που συμμετέχουν στο διεθνή ανταγωνισμό με επιτυχία.

Τρίτον, η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα είναι καταστροφική για πολλούς λόγους, οι βασικότεροι από τους οποίους είναι:

Θα οδηγηθούμε άμεσα σε χρεοκοπία το δε τραπεζικό σύστημα θα καταρρεύσει. Η χρεοκοπία θα επιφέρει μεγάλες ζημιές σε όσους δάνεισαν τη χώρα με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να κλείσουν οι διεθνείς αγορές άντλησης κεφαλαίων. Η απώλεια της εμπιστοσύνης προς τη χώρα θα δυσχεράνει ακόμη και τις πιο απλές διεθνείς συναλλαγές των επιχειρήσεων. Η χώρα θα βρεθεί σε απομόνωση.

Οι τράπεζες θα καταρρεύσουν, όχι μόνο λόγω των μαζικών αναλήψεων των καταθέσεων, αλλά επειδή οι πολίτες θα προτιμήσουν το Ευρώ ως σταθερότερο νόμισμα. Ακόμη και σήμερα το 80% των Ελλήνων προτιμά το Ευρώ. Έτσι το πιθανότερο είναι να προσπαθήσουν να ανταλλάξουν το νέο νόμισμα με Ευρώ. Αυτός είναι  ο σίγουρος δρόμος για το απόλυτο χάος.

Η έλλειψη καταθέσεων και δανειακών κεφαλαίων εξάλλου, θα στερήσει τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να κηρύξουν πτώχευση. Η χρησιμοποίηση της εκδοτικής μηχανής για εμπλουτισμό του συστήματος με φρέσκο νέο χρήμα θα οδηγήσει γρήγορα σε υπερπληθωρισμό. Θα ακολουθήσει μια υποτίμηση που σε πρώτη φάση υπολογίζεται σε 40-60%. Από αυτή θα ωφεληθεί ίσως ο τουριστικός τομέας, όχι όμως και οι υπόλοιποι τομείς της οικονομίας. Τα εξαγώγιμα προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας είναι πολύ λίγα, ενώ είμαστε υποχρεωμένοι να εισαγάγουμε όχι μόνο τρόφιμα και φάρμακα αλλά και πρώτες ύλες και καύσιμα, τα οποία τώρα θα είναι ακριβότερα. Το αποτέλεσμα θα είναι, ότι θα ενισχυθεί περαιτέρω ο πληθωρισμός.

Κερδισμένοι βέβαια, και γι’ αυτό κόπτονται για την επιστροφή, θα βγουν, όλοι εκείνοι που μετέφεραν τα χρήματά τους στο εξωτερικό για να κερδοσκοπήσουν, ενώ οι αποταμιευτές του εσωτερικού θα χάσουν σε μια νύχτα τις μισές και πάνω αποταμιεύσεις τους.

Συμπερασματικά, χωρίς η παραπάνω ανάλυση να διεκδικεί τίτλους πληρότητας, η επιστροφή στη Δραχμή, θα έμοιαζε με άλμα στο κενό από ένα τρένο που βρίσκεται σε κίνηση. Μπορεί να έχει κανείς τις όποιες ενστάσεις, τόσο για την απόφαση εισόδου στο Ευρώ και κυρίως για την πολιτική που ασκήθηκε στον τομέα της σύγκλισης με τα σπαταληθέντα πακέτα στη συνέχεια, όμως τώρα θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε το Status quo,  το οποίο κατέχουμε. Θα πρέπει να επεξεργασθούμε ένα μακρόπνοο σχέδιο για την οικονομία μας, που να στοχεύει στην ανάπτυξη και αναδιοργάνωση συγκεκριμένων τομέων που διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου υπάρχουν, μαζί με το πρόγραμμα ΕΣΠΑ που τρέχει, περίπου 40 δις από ευρωπαϊκούς πόρους, τους οποίους αυτή τη φορά θα πρέπει να διαθέσουμε στοχευμένα για την ενίσχυση της παιδείας, της καινοτομίας και των εξωστρεφών επιχειρήσεων που παράγουν προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία, ώστε να είναι και σε θέση να πληρώνουν αξιοπρεπείς μισθούς. Η χώρα μας ευτυχώς μπορεί να στηριχτεί για να επιτύχει σ΄αυτήν την επίπονη προσπάθεια, όχι μόνο στο άριστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό αλλά και στα φυσικά και κλιματικά προσόντα της, υπό την προϋπόθεση ότι και η πολιτική της ηγεσία θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

0 Comments

Πότε θα γίνουμε μια “κατά συνθήκην”κανονική χώρα; | Επίκαιρα

12/25/2014

0 Comments

 
 Το ερώτημα πότε η Ελλάδα θα γίνει μια κανονική χώρα, απασχολεί το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη, αφού συνδέεται άμεσα με το μέλλον και τις προοπτικές αυτού του τόπου. Η προσδοκία να τελειώνουμε με την εξάρτηση, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, τις απολύσεις και τα λοιπά δεινά που μας βρήκαν τα τελευταία χρόνια και να επιστρέψουμε στην περίφημη «κανονικότητα», δηλαδή να αντιμετωπίζεται η χώρα μας με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται όλες οι άλλες που δεν έχουν παρόμοια προβλήματα, είναι πολύ μεγάλη.

Βρισκόμαστε όμως «πολύ κοντά», όπως αυτό διακηρύσσεται από πολύ επίσημα χείλη, ή βρισκόμαστε απλά και μόνο μπροστά σε μια καλλιέργεια ψευδαισθήσεων;

Ας θυμηθούμε πρώτα πότε η Ελλάδα έπαψε να είναι μια κανονική χώρα. Πρόκειται ασφαλώς για μια ολόκληρη διαδικασία, που οδήγησε στον αποκλεισμό του δανεισμού από τις αγορές, η οποία όμως στην περίπτωσή μας έχει αφήσει πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Πώς για παράδειγμα είναι δυνατό, όταν ήδη από το 2007 το άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας ήταν 14,5% επί του ΑΕΠ, όταν πρωτοσέλιδο (με εξώφυλλο) δημοσίευμα, με αιχμές για την Ελλάδα, του περιοδικού SPIEGEL με τίτλο «Πότε τελικά ένα κράτος είναι χρεοκοπημένο» στις 26.1.2009, μερικές μέρες μετά την ενημερωτική  συνάντηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος  για το έλλειμμα με τον τότε πρωθυπουργό, οι τρεις οίκοι αξιολόγησης συνέχιζαν να κατατάσσουν την Ελλάδα στην απίθανη σχεδόν για χρεοκοπία 42η θέση στην παγκόσμια κατάταξη υποψηφίων χωρών για χρεοκοπία (Μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών του Κιέλου);


Ήσαν τα ψευδή στοιχεία, που τους έδινε η ελληνική κυβέρνηση, ήταν η τακτική για διενέργεια γενικά χαλαρών αξιολογήσεων ή η εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων για να προλάβουν κάποιοι να ξεφορτώσουν τα ελληνικά ομόλογα;

Η συνέχεια είναι γνωστή, οι οίκοι αξιολόγησης άλλαξαν τακτική, μετά δε και από τις πρόσφατες  αποκαλύψεις των καθηγητών  Griesbach  και Gaertner  του ελβετικού πανεπιστημίου St. Gallen περί αυτοεκπληρούμενης προφητείας,  έγινε φανερό, ότι ο ρόλος τους  υπήρξε καταλυτικός. Με τις αλλεπάλληλες αρνητικές προκυκλικές αξιολογήσεις τους για το ελληνικό χρέος από το τέλος του 2009 και τις αρχές του 2010, επιτάχυναν τις εξελίξεις και οδήγησαν τη χώρα στον αποκλεισμό από τις αγορές χρηματοδότησης, δηλαδή στη de facto χρεοκοπία. Τη σκυτάλη πήραν στη συνέχεια οι άλλες αδύναμες χώρες Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος ακόμη και η Ιταλία και η Γαλλία με αποτέλεσμα να προκαλέσουν μια κρίση τεραστίου μεγέθους, που παραλίγο να οδηγήσει στην κατάρρευση της Ευρωζώνης και του Ευρώ. 

Για να γίνουμε λοιπόν μια κανονική χώρα πρέπει να πιάσουμε το νήμα από εκεί που κόπηκε την άνοιξη του 2010. Να επανέλθει δηλαδή η χώρα με τα ομόλογά της στην περιοχή αξιολόγησης “investment grade”, όπου μπορούν να επενδυθούν κεφάλαια, όπως των ασφαλιστικών ταμείων, με μακροπρόθεσμο προσανατολισμό χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο. Να αποκατασταθεί, με άλλα λόγια, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.

Προς το παρόν βρισκόμαστε στην περιοχή “non investment grade”, που είναι περιοχή υψηλού επενδυτικού ρίσκου και μάλιστα 7 βαθμίδες μακριά κατά την Moody’s και 5 κατά την S&P και την Fitch. Η βαθμολόγηση αυτή (Β) αντιστοιχεί σε μια πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας κατά 30% για την επόμενη δεκαετία. Για το λόγο αυτό και τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων είναι ακόμη πολύ υψηλά. Συνεπώς, η άποψη του υπουργού οικονομικών ότι «λίγα μένουν να κάνουμε για να στηριχθούμε στα δικά μας πόδια», απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όχι μόνο επειδή η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε είναι μεγάλη, αλλά κυρίως διότι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν, σε κάθε δε περίπτωση απαιτούν πολύ χρόνο.

Κοινός παρονομαστής όλων των οίκων αξιολόγησης είναι δύο σημαντικοί παράγοντες: Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και το ύψος του χρέους. Ο παρονομαστής συνεπώς και ο αριθμητής του κλάσματος που εκφράζει το δείκτη δανεισμού της χώρας. Τα υπόλοιπα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα, η πολιτική σταθερότητα, η αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής, είναι μεν σημαντικά δεν επαρκούν όμως να βγάλουν τη χώρα από την κατηγορία των “σκουπιδιών”. Έτσι και η όλη η προσπάθεια της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, θα πρέπει να επικεντρωθεί στον επηρεασμό αυτών των δύο βασικών παραγόντων, οι οποίοι συνδέονται στενά μεταξύ τους.
Το ύψος του χρέους και η ετήσια επιβάρυνση για την εξυπηρέτησή του επιβάλλεται να μειωθεί. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη διαγραφή ενός σημαντικού μέρους, είτε με μια μεγάλη επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων, είτε με τη μείωση των επιτοκίων και τη σταθερότητά τους διαχρονικά, είτε με την ελαστική αποπληρωμή του ανάλογα με την ανάπτυξη της χώρας, είτε με ένα συνδυασμό όλων ή και μερικών από τις παραπάνω εκδοχές απομείωσης. Στόχος μας εδώ θα πρέπει να είναι μια σημαντική μείωση του αριθμητή του κλάσματος.

Ο ρυθμός ανάπτυξης, ο δεύτερος σημαντικός παράγων, δείχνει της δυνατότητες που έχει η χώρα τώρα αλλά και στο μέλλον να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Χωρίς ίχνος υπερβολής διαπιστώνεται, ότι στον τομέα αυτό τα τελευταία χρόνια δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτα. Αντίθετα, με την ασκούμενη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, την οποία με ιδιαίτερο ζήλο εφαρμόσαμε, στοχεύοντας στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, και με την επίδραση του γνωστού μας αρνητικού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, καταφέραμε να μειώσουμε το παραγόμενό μας προϊόν κατά 70 δις Ευρώ. Μικρύναμε δηλαδή τον παρονομαστή αντί να τον μεγαλώσουμε. Εκτός όμως από την αρνητική επίδραση της πολιτικής λιτότητας, στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και της αναδιάρθρωσης της οικονομίας, οι παρεμβάσεις παρέμειναν μόνο σε λεκτικό επίπεδο, βαφτίζοντας τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και τις απολύσεις εργαζομένων ως μεταρρυθμίσεις, ενώ η κατάσταση στη λειτουργία του κράτους, στην απονομή δικαιοσύνης, στο φορολογικό σύστημα, στο τραπεζικό σύστημα, αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε.

Για να γίνει συνεπώς η Ελλάδα μια κανονική χώρα θα πρέπει να λύσει ή τουλάχιστον να δρομολογήσει αξιόπιστα την αντιμετώπιση αυτών των καίριων προβλημάτων. Μόνο τότε θα επιστρέψει αυτοδύναμα στις αγορές  και θα δανείζεται για τις ανάγκες της σε κεφάλαια με όρους αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, εξόδου δηλαδή της χώρας από την κατηγορία των junks, η πτώση των επιτοκίων υπολογίζεται ότι θα είναι της τάξεως των 35-45%.


Ταυτόχρονα όμως με την τακτοποίηση των σχέσεών μας με τις αγορές, η άσκηση μιας αποτελεσματικής αναπτυξιακής πολιτικής θα βελτιώσει τις συνθήκες απασχόλησης και θα θέσει τέρμα στον κατήφορο της φτωχοποίησης  ενός πολύ μεγάλου τμήματος του λαού μας.

 ΥΓ. Γιατί « κατά συνθήκην»; Διότι μια χώρα με 1.500.000 ανέργους, με 6,5 εκ. φτωχούς ή απειλούμενους από τη φτώχεια και με 1,5 εκ. ανασφάλιστους, δεν μπορεί να είναι κανονική επειδή απλά θα βγει κάποια στιγμή στις αγορές.
0 Comments

Αλλαγή οικονομικής πολιτικής | Επίκαιρα 

12/25/2014

0 Comments

 
Το 2014 ήταν μια χρονιά που οι Έλληνες θα σβήσουμε γρήγορα από τη μνήμη μας. Χωρίς ιδιαίτερα γεγονότα, χωρίς ευχάριστες εκπλήξεις, χωρίς τις μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος. Τα πάντα κινήθηκαν στη ρουτίνα της Τρόικας, της προσαρμογής, της προσμονής για το καλύτερο αύριο που δε βλέπουμε να έρχεται.

Ας προσπαθήσουμε όμως να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη. Η Ελλάδα πάλι, ως συνήθως, χωρισμένη στα δύο. Στους…λογικούς, που, στην πλειοψηφία τους, χωρίς να το πιστεύουν, υλοποιούν και υποστηρίζουν ένα πρόγραμμα που τους επιβλήθηκε, και στους ρεαλιστές, που βλέπουν τα προβλήματα να συσσωρεύονται και να απαιτούν την αλλαγή του.

Βασικοί στόχοι και των δύο πλευρών για το 2014, που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και εθνικοί στόχοι, ήσαν δύο. Η απομείωση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο και η δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Η κυβέρνηση, μετά από την απόφαση του Νοέμβρη του 2012, που περιείχε τη βούληση των δανειστών, ότι μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος θα υπάρξει συζήτηση για περαιτέρω μείωση του χρέους, κάτι που αποτελεί έμμεση παραδοχή ότι η τότε ρύθμιση είχε γίνει χωρίς να είναι βιώσιμο, άρχισε να υλοποιεί τα προβλεπόμενα από το πρόγραμμα, χωρίς όμως ιδιαίτερο ζήλο, αφού τον Ιούνιο θα είχαμε εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ως γνωστόν οι ψήφοι έχουν προτεραιότητα έναντι των στόχων. Έτσι, στο όνομα του πολιτικού κόστους, καταγράφονται αναβολές στην εφαρμογή μέτρων, στην είσπραξη φόρων αλλά και στη διενέργεια σοβαρών μεταρρυθμίσεων.

Αποτέλεσμα; Η υστέρηση σε όλα τα σημεία, ώστε να συγκεντρωθεί ένα πλήθος υποχρεώσεων προς το τέλος της χρονιάς, οι οποίες από τις εξελίξεις φάνηκε ότι ήταν αδύνατο πολιτικά να υλοποιηθούν. Εξακόσια σημεία ο ένας λογαριασμός, 19 βαθιές τομές για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού με μέτρα μόνιμης απόδοσης αλλά και μια σειρά αλλαγών σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας και κοινωνίας, ο άλλος.

Μια σειρά από ενέργειες, με οσμή μικροπολιτικών επιλογών, ενώ δεν διευκόλυναν τους βασικούς στόχους, δημιούργησαν τεράστια πρόσθετα προβλήματα στην οικονομία. Από την χωρίς προϋποθέσεις έξοδό μας στις αγορές, έως την επίσκεψη του υπουργού οικονομικών και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στη Νέα Υόρκη για μονομερή και χωρίς όρους έξοδο από το πρόγραμμα του ΔΝΤ καθώς και την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο για τερματισμό του Μνημονίου και αποπομπή της Τρόικας, χωρίς η χώρα να είναι έτοιμη να βγει για άντληση κεφαλαίων από τις αγορές. Όλες αυτές οι κινήσεις εντυπωσιασμού, δημιούργησαν αναστάτωση στους δανειστές, οι αγορές έδειξαν με την αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, ότι με τα σημερινά δεδομένα η χώρα είναι αποκλεισμένη από φρέσκο χρήμα και οι κάθε γης καλοθελητές άρχισαν να πλέκουν σενάρια εξόδου της χώρας από το Ευρώ. Όλα αυτά χωρίς λόγο.

Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να διαθέσει τις όποιες διαπραγματευτικές δυνάμεις διέθετε για το βασικό στόχο, που ήταν η απομείωση του χρέους, αναλώθηκε σε συζητήσεις για επιμέρους θέματα. Η  διαπραγμάτευση για το χρέος, στη διαδρομή ξεχάστηκε, αφού μάλιστα σε μια κίνηση παρωδίας το ανακηρύξαμε και βιώσιμο. Το ίδιο συνέβη και με το δεύτερο μεγάλο στόχο, που ήταν οι πολιτικές διευκόλυνσης της ανάπτυξης. Καμία αλλαγή στο αναπτυξιακό μοντέλο, καμία βαθιά μεταρρύθμιση στο κράτος, στην φορολογία, στην απονομή δικαιοσύνης. Καμία επιλογή συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, που θα είχαν προτεραιότητα στη στήριξη του κράτους. Οι ριζικές τομές  στην εκπαίδευση, στην έρευνα στην καινοτομία, που θα μας οδηγήσουν στην επόμενη μέρα ανύπαρκτες.

Η άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση, παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια μια συνέπεια στις θέσεις της. Διαπραγμάτευση για απομείωση του χρέους, αναπτυξιακές πολιτικές, αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού προβλήματος. Ποιος θα είχε αντίρρηση με αυτούς τους στόχους. Το ερώτημα όμως που πλανάται στα χείλη, όσων βλέπουν με συμπάθεια, αλλά και με ρεαλισμό αυτή την πρόταση είναι: Θα τα καταφέρει;

Η αντιπολίτευση έχει κατανοήσει και  τελικά, όπως φαίνεται από τις τοποθετήσεις των επίσημων εκφραστών της οικονομικής πολιτικής αλλά και στο πρόγραμμα που δημοσιοποιήθηκε, έχει αποδεχθεί, ότι η όποια πολιτική κληθεί να υλοποιήσει θα υπόκειται σε δύο περιορισμούς. Πρώτον στις απαιτήσεις του δημοσιονομικού συμφώνου, που απαιτεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και δεύτερον η όποια ρύθμιση για το χρέος θα πρέπει να προκύψει κατόπιν διαπραγμάτευσης και με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών.

Συνεπώς, η προσπάθεια θα πρέπει να κατατείνει στην όσο το δυνατόν καλύτερη εκμετάλλευση των περιθωρίων που υπάρχουν για άσκηση αυτόνομης εθνικής οικονομικής πολιτικής, κάτι που άλλωστε επιχειρείται και από τη Γαλλία αλλά και την Ιταλία. Γνωρίζουμε εκ του αποτελέσματος, ότι το μείγμα πολιτικής που εφαρμόστηκε με κύριο στόχο τη μείωση του κόστους και την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών (οικονομικά της προσφοράς), απέτυχε παταγωδώς. Έτσι, καταρχήν η πρόταση της αντιπολίτευσης για ενίσχυση της ζήτησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα πρέπει πράγματι να δοκιμάσουμε ένα άλλο μείγμα πολιτικής, που να ευνοεί την κατανάλωση κυρίως προϊόντων εγχώριας παραγωγής ενώ αντίστοιχα να αποφευχθούν τέτοιες που να στρέφουν την κατανάλωση προς το εξωτερικό για εισαγόμενα. Η προσεκτική ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων είναι μια καλή πρόταση, αφού οι μελέτες δείχνουν, ότι αυτές οι κοινωνικές ομάδες καταναλώνουν κατά προτίμηση εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.

Το γεγονός άλλωστε, ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αυτή τη στιγμή διαθέτουν σημαντικές αργούσες παραγωγικές δυνάμεις, οι περισσότερες λειτουργούν με το 20-30% της δυναμικότητάς τους, δείχνει ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί και χωρίς αρχικά τη συμβολή νέων επενδύσεων. Επενδύσεις εκσυγχρονισμού είναι βέβαια αναγκαίες για να μπορέσουν  να παραμείνουν βιώσιμες και ανταγωνιστικές, αφού τα τελευταία χρόνια έμειναν πίσω. Η φροντίδα της πολιτείας (ενισχύσεις, τεχνογνωσία, εκπαίδευση, έρευνα, δίοδοι προώθησης), θα πρέπει να αφορά κατά προτεραιότητα στις καινοτόμες, εξωστρεφείς επιχειρήσεις, που  υπόσχονται διάρκεια και σταθερές θέσεις εργασίας για το κατά κοινή αναγνώριση καλά εκπαιδευμένο στελεχιακό μας δυναμικό.

Προϋπόθεση όμως για να στεφθεί με επιτυχία μια τέτοια πολιτική είναι η επιτυχής έκβαση των διαπραγματεύσεων για το δυσβάσταχτο χρέος. Η αναδιάρθρωσή του προς την κατεύθυνση μιας δραστικής μείωσης των ετήσιων υποχρεώσεων για τόκους και χρεολύσια θα ελευθερώσει πόρους, που αντί να οδηγηθούν στο εξωτερικό με τη μορφή υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων για την πληρωμή των υποχρεώσεων προς τους δανειστές, θα παραμείνουν στην οικονομία προσφέροντας την αναγκαία ρευστότητα που θα βοηθήσει στην ανάκαμψη και στην εκμετάλλευση των ούτως ή άλλως σημαντικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η χώρα για ανάπτυξη και ευημερία του λαού της.

Ως αντάλλαγμα για τις όποιες διευκολύνσεις θα μπορούσε να προσφέρει κανείς ένα αξιόπιστο πρόγραμμα βαθιών μεταρρυθμίσεων που έχει η οικονομία και η κοινωνία. Μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν το στίγμα μιας μεγάλης αλλαγής, που θα μας οδηγήσει στην επόμενη ημέρα μιας σύγχρονης Ελλάδας. Στην παιδεία, στην έρευνα, στη διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα, στην απονομή δικαιοσύνης, στο τραπεζικό σύστημα, στη συνεργασία με τις παραγωγικές επιχειρήσεις, στις κρατικές προμήθειες και στις αναθέσεις έργων. Το πολιτικό σύστημα έως τώρα, κατά δήλωση του διευθυντή του ΟΟΣΑ κ. Γκουρία, που γνωρίζει πολύ καλά τα τεκταινόμενα στη χώρα μας, υποκύπτει σε «κρυφές δυνάμεις» που εμποδίζουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις. Τι εννοεί ο ποιητής, είναι εύκολο να μαντέψει κανείς. Εδώ βρίσκεται και το προνομιακό πεδίο μιας νέας  κυβέρνησης που δεν έχει δεσμεύσεις από το παρελθόν και μπορεί να χαράξει ένα ελπιδοφόρο μέλλον, βάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού σε νέα βάση, απελευθερώνοντας αποκλεισμένες δυνάμεις προς όφελος του λαού και του τόπου.
0 Comments

Μια κριτική προσέγγιση του «Φρένου Χρέους»

12/15/2014

0 Comments

 

Εισήγηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος στον Οικονομικό Τομέα

Picture
Αν ήθελε κανείς να χαρακτηρίσει τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ευρώπη σχετικά με τη δημοσιονομική διαχείριση, μια λέξη υπάρχει. Πειθαρχία. Περισσότερη πειθαρχία. Αυτή εκφράζεται με την αποδοχή της γερμανικής πρότασης για την εισαγωγή διαδικασιών, ικανών να αποτρέπουν τη δημιουργία νέων ελλειμμάτων, αλλά και να συμβάλλουν στη μείωση των συσσωρευμένων χρεών. Η διαπίστωση, ότι στο αποκορύφωμα της κρίσης 24 από τις 27 χώρες εντάχθηκαν στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν ικανή για να οδηγήσει τις κυβερνήσεις στην αποδοχή αυστηρότερων κανόνων δημοσιονομικής διαχείρισης.

Έτσι, υπό την πίεση των γεγονότων, σε μια στιγμή όπου είχε αρχίσει να αμφισβητείται ακόμη και η ίδια η ύπαρξη του Ευρώ,  γεννήθηκε το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Βασική συνιστώσα του Συμφώνου είναι το «φρένο χρέους», μια ρήτρα η οποία είχε ήδη υιοθετηθεί από το γερμανικό κοινοβούλιο και έχει περάσει στο σύνταγμα της χώρας από το 2009. Κατά τους εμπνευστές της η νέα εφαρμογή έχει σχεδιασθεί ώστε να ενισχύσει περαιτέρω τις ρυθμίσεις, που προβλέπονται για το θέμα, στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αλλά και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και οι οποίες κρίθηκε ότι δεν ήταν επαρκείς.

Στη Σύνοδο Κορυφής της 8 και 9 Δεκεμβρίου του 2011, αποφασίσθηκε η θέσπιση μιας σειράς «κανόνων για έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό σε κάθε κράτος - μέλος της Ευρωζώνης, οι οποίοι θα μεταφέρουν τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην εθνική νομοθεσία, σε επίπεδο συντάγματος ή σε άλλο ισότιμο νομοθετικό επίπεδο». Στις 3 Μαρτίου 2012 υπεγράφη  το σύμφωνο από όλες τις χώρες, εκτός της Μεγάλης Βρετανίας και της Τσεχίας, το οποίο τέθηκε  σε εφαρμογή την 1.1.2013. Η απόφαση άφησε ανοιχτό το θέμα της υποχρεωτικής εισαγωγής του θεσμού στα εθνικά συντάγματα, κάτι που έδωσε τη δυνατότητα στις επιμέρους χώρες να κάνουν τις δικές τους επιλογές. Η Ελλάδα επέλεξε να ενσωματώσει τη σχετική οδηγία 2011/85/ΕΕ στο Νόμο 4270 της 28 Ιουνίου 2014, αποφεύγοντας προς το παρόν να δεσμευθεί για συνταγματική κατοχύρωση, με το αιτιολογικό ότι για τη χώρα μας το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει του ελληνικού συντάγματος. Έτσι, καλύπτεται η τυπική υποχρέωση μιας έστω οιονεί συνταγματικής πρόβλεψης, ενώ το ερώτημα για τη σκοπιμότητα κατοχύρωσης μιας τέτοιας ενέργειας από πλευράς ουσίας παραμένει.  Σ’αυτό το ερώτημα θα γίνει προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις με μοναδικό κριτήριο τη συμβολή ή μη του φρένου χρέους στην επίλυση του προβλήματος της υπερχρέωσης καθώς και στην αναπτυξιακή διαδικασία, που αποτελεί το βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής, αποτέλεσμα της οποίας είναι η βελτίωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου.

Βασικά  στοιχεία της  αρχιτεκτονικής του ευρωπαϊκού φρένου χρέους

Πρώτον, οι προϋπολογισμοί των κρατών πρέπει να είναι ισοσκελισμένοι ή και να εμφανίζουν πλεόνασμα. Ο νέος δανεισμός δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ της χώρας. Ο περιορισμός αναφέρεται στο λεγόμενο διαρθρωτικό έλλειμμα, που προκύπτει αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για  συγκυριακούς λόγους. Μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατή η υπέρβαση αυτού του ορίου.

Δεύτερον, το συνολικό χρέος μιας χώρας δεν επιτρέπεται να ξεπεράσει το 60% του ΑΕΠ της, κάτι που προέβλεπε επίσης  και η συνθήκη του Μάαστριχτ.

Τι θα συμβεί όμως αν ένα κράτος παραβιάσει αυτούς τους κανόνες;

Αν ο ετήσιος νέος δανεισμός για τη χρηματοδότηση του διαρθρωτικού ελλείμματος, υπερβεί το ανώτατο όριο του 0,5% του ΑΕΠ, τότε ενεργοποιείται αυτόματα η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, κάτι που μόνο με την ψήφο των 2/3 των υπουργών οικονομικών μπορεί να αποτραπεί. Το έλλειμμα εγγράφεται στον λεγόμενο εξισωτικό λογαριασμό και ταυτόχρονα υποβάλλεται από τη χώρα σχέδιο μείωσής του με συγκεκριμένα μέτρα. Έτσι, ανοίγει ο δρόμος για νομιμοποίηση των περικοπών κυρίως στις κοινωνικές δαπάνες, που είναι και το πρώτο θύμα του μηχανισμού.

Στην περίπτωση που το συνολικό χρέος της χώρας υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, προβλέπεται  δραστική μείωση του υπερβάλλοντος χρέους  κατά 5% το χρόνο, ώστε να επανέλθει σε 20 χρόνια στο επίπεδο που απαιτεί η ρήτρα. Ας σημειωθεί, ότι τα 2/3 των χωρών της Ένωσης εμφανίζουν συνολικό χρέος πάνω από το όριο, οι δε χώρες του Νότου θα δυσκολευτούν πολύ να παράγουν τα αναγκαία δημοσιονομικά πλεονάσματα ώστε να ανταποκριθούν σε τόσο μεγάλες απαιτήσεις. Η Ελλάδα, η οποία προς το παρόν εξαιρείται επειδή βρίσκεται σε πρόγραμμα, με τα σημερινά δεδομένα θα χρειαζόταν περί το 6% του ΑΕΠ της για να καλύψει τη ρήτρα.

Ρήτρες όμως χωρίς κυρώσεις κατά τους εμπνευστές τους δεν θα είχαν νόημα. Έτσι, προβλέπεται για την υπέρβαση του ελλείμματος πρόστιμο ίσο με το 0,1% του ΑΕΠ της παραβάτριας χώρας, το οποίο καταβάλλεται στο λογαριασμό του ESM. Για τις μεγάλες χώρες το ποσό αυτό μπορεί να ανέρχεται σε μερικά δις Ευρώ. Η μη συμμόρφωση εξάλλου με τη ρήτρα του 60% για το συνολικό χρέος, αποκλείει τη συγκεκριμένη χώρα από την πρόσβαση για βοήθεια  στον ESM σε περίπτωση που υπάρξει ανάγκη.

Στόχος του νέου θεσμού

Είναι σαφές, ότι η θεσμοθέτηση ενός αυτόματου «χρεόφρενου» αποσκοπεί στον αποτελεσματικό περιορισμό των πολιτικών επιλογών, οι οποίες ενίοτε οδηγούν στην αύξηση των ελλειμμάτων και τελικά του συνολικού χρέους. Αυτή είναι η μια όψη. Η άλλη παραπέμπει σε μια προσπάθεια παγίωσης και μάλιστα με ισχύ συνταγματικής πρόβλεψης, δηλαδή χωρίς χρονικό περιορισμό, μιας συντηρητικής νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, η οποία όπως θα δούμε, ούτε αποτελεσματική είναι αλλά ούτε και δίκαιη. Τελική επιδίωξη είναι, η μείωση των χρεών και η οικοδόμηση συνθηκών σταθερής δημοσιονομικής πολιτικής. Για να εξασφαλισθεί αυτό θα πρέπει ο μηχανισμός να φροντίζει, ώστε σε περιόδους οικονομικής έξαρσης να δημιουργούνται δημοσιονομικά πλεονάσματα, τα οποία θα χρησιμοποιούνται σε περιόδους οικονομικής κάμψης για την κάλυψη συγκυριακών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Μακροπρόθεσμα περιορίζεται ή εξαφανίζεται ο καθαρός νέος δανεισμός, ενώ ο λόγος χρέους, σε περίπτωση που προκύψει αύξηση του ΑΕΠ, μειώνεται. Είναι όμως έτσι τα πράγματα?

Επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα του θεσμού

Για να κρίνει κανείς αντικειμενικά και με επιστημονική ακρίβεια ένα θεσμό θα έπρεπε να έχει δοκιμασθεί στην πράξη, ώστε μέσα από τα αποτελέσματα να διαφανεί η χρησιμότητά του ή όχι. Επειδή στην περίπτωση του φρένου χρέους πρόκειται για έναν νέο αδοκίμαστο μηχανισμό, ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τις πιθανές επιπτώσεις από την εφαρμογή του, είναι η εκτίμηση μέσω προσομοιώσεων. Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν ήδη αρκετές μελέτες, οι οποίες καταπιάνονται με το θέμα, κυρίως όμως σε ότι αφορά τις επιπτώσεις σε μεμονωμένες χώρες. Ανάμεσά τους ξεχωρίσαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Ινστιτούτου του Ιδρύματος για την Επιστήμη και την Πολιτική του Βερολίνου (Καθηγητής Ognian N. Hishow), η οποία αναφέρεται στις επιπτώσεις από μια πιθανή εφαρμογή του μηχανισμού στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαιρουμένων μερικών που εμφάνιζαν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς χωρίς διαρθρωτικά ελλείμματα.

Για τις ανάγκες της μελέτης και τη διερεύνηση των πιθανών επιπτώσεων από την εφαρμογή του φρένου χρέους, επελέγησαν τρεις χαρακτηριστικές οικονομικές καταστάσεις. α) μια πολύ καλή το 2007, β) μια φυσιολογική από το 2002 έως και το 2006 και γ) μια πολύ κακή το 2009. Ως κριτήριο χρησιμοποιήθηκε το πιθανό αναπτυξιακό κενό που δημιουργείται από μια ενδεχόμενη εφαρμογή της ρήτρας.

Περίπτωση  (α) : Όπως ήταν αναμενόμενο, το χρεόφρενο σε περιόδους οικονομικής έξαρσης δεν εμποδίζει την ανάπτυξη, συνεπώς δεν προέκυψε κανένα αναπτυξιακό κενό. Το γεγονός ότι το 2007, παρά τις σημαντικές αυξήσεις του ΑΕΠ,  18 από τα 27 κράτη-μέλη έκλεισαν τον προϋπολογισμό τους με ελλείμματα, δεν οφείλεται σε ανάγκες  ενίσχυσης της οικονομικής συγκυρίας, αλλά στην πολιτική δαπανών τους.

Περίπτωση  (β) : Δε συμβαίνει όμως το ίδιο σε περιόδους ύφεσης ή ασθενικής ανάπτυξης. Εδώ το χρεόφρενο έδειξε ότι λειτουργεί προκυκλικά. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν καταδεικνύουν ότι σ’αυτήν την περίπτωση οι περισσότερες χώρες για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αύξησαν τα διαρθρωτικά τους ελλείμματα, πολύ πάνω από αυτό που θα επέτρεπε η ρήτρα.   Ο Μηχανισμός όμως προβλέπει ότι διαρθρωτικά ελλείμματα που υπερβαίνουν το 0,5 % ή το 1% του ΑΕΠ για χώρες που το χρέος τους είναι κάτω από το όριο του 60%,  μεταφέρονται υποχρεωτικά σε έναν εξισωτικό λογαριασμό που θα φροντίσει στη συνέχεια για την εξάλειψή τους μέσω μειωμένου καθαρού δανεισμού. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε  περιορισμό των δημοσίων δαπανών, ο οποίος βέβαια λειτουργεί ενισχυτικά στην περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης.

Μια άλλη μελέτη του Ινστιτούτου Μακροοικονομικής Συγκυρίας του Duesseldorf (Καθ. Gustav Horn) για την ίδια περίοδο και για την περίπτωση της Γερμανίας, έδειξε, ότι σε περίπτωση ισχύος του χρεόφρενου η χώρα  θα είχε κατά 1,5% μικρότερη ανάπτυξη το χρόνο καθώς και 500.000 εργαζόμενους λιγότερους.

Περίπτωση  (γ) : Σε περίοδο κρίσης οι αρνητικές επιδράσεις είναι ακόμη χειρότερες. Η εφαρμογή του χρεόφρενου επιτρέπει εδώ βέβαια τη δημιουργία σημαντικών ελλειμμάτων, όπως όμως δείχνουν τα στοιχεία για το 2009, σχεδόν σε όλες τις χώρες τα ελλείμματα ήσαν πολύ μεγαλύτερα για να καλυφθεί το αναπτυξιακό κενό, από εκείνα που θα επέτρεπε το χρεόφρενο. Η εφαρμογή της ρήτρας σ’αυτήν την περίπτωση θα καθιστούσε αναγκαία μια δραστική μείωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων, η οποία σε περιόδους σχετικής στασιμότητας και ανεργίας είναι οικονομικά αδιέξοδη και πολιτικά ανεφάρμοστη. Μάλιστα, όπως διαπιστώνεται σε μελέτη των καθηγητών DeLong και Summers οι περικοπές δαπανών μπορούν να οδηγήσουν και σε μεγαλύτερο χρέος.

Είναι σαφές ότι εδώ πρόκειται για ακαδημαϊκά κατασκευάσματα, που όμως δείχνουν ότι τα δημοσιονομικά μεγέθη δεν πρέπει να ορίζονται εξωγενώς με βάση μια σταθερή ρήτρα, αλλά ως μέρος του συστήματος,  που διαμορφώνει προϋποθέσεις άσκησης αποτελεσματικής πολιτικής. Άλλωστε, η εθνική δημοσιονομική πολιτική είναι το μόνο εργαλείο που απέμεινε για να χρησιμοποιήσει κανείς ώστε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις μιας αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, που εμφανίζεται διαφορετική από χώρα σε χώρα. Για το σκοπό αυτό οι κυβερνήσεις χρειάζονται μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων από εκείνα που επιτρέπει το φρένο χρέους.

Οι σημαντικότερες αδυναμίες

Με βάση τα στοιχεία των διαθέσιμων μελετών αλλά και το σκεπτικό που αναπτύχθηκε παραπάνω οδηγούμαστε συνοπτικά στη διαπίστωση των εξής βασικών αδυναμιών του φρένου χρέους.

1.   Βασίζεται σε έναν πολύπλοκο μαθηματικό τύπο. Αρκούν μόνο μερικές στατιστικές ανακρίβειες για να παρουσιασθούν πολύ σημαντικά υπολογιστικά λάθη. Το ότι οι τυχόν παρεκκλίσεις καταγράφονται και διορθώνονται μέσω του εξισωτικού λογαριασμού, αυτό δεν επηρεάζει τις αρνητικές συνέπειες της εφαρμογής. Είναι προφανές βέβαια ότι, η ακαδημαϊκή αμφισβήτηση πλήττει την εγκυρότητα του θεσμού.

 2.   Η άμεση υιοθέτηση του χρεόφρενου θα ήταν εφικτή  μόνο σε χώρες που παρουσιάζουν πολύ μικρά διαρθρωτικά ελλείμματα. Για όλες τις άλλες απαιτούνται μεγάλοι χρόνοι προσαρμογής. Είναι γνωστό ότι τα ελλείμματα που δημιούργησαν οι περισσότερες χώρες ήσαν διαρθρωτικά, ενώ η συγκυριακή συνιστώσα ήταν περιορισμένη. Το φρένο χρέους απαιτεί από μια χώρα που υπερβαίνει το διαρθρωτικό της έλλειμμα το 0,5% του ΑΕΠ της να πάρει πρόσθετα περιοριστικά μέτρα, τα οποία είναι πολύ πιθανό να έχουν προκυκλικό χαρακτήρα. Ας σημειωθεί ότι το 2013 18 από τις 27 χώρες παρουσίαζαν διαρθρωτικά ελλείμματα πάνω από το 0,5%, άλλες μεγαλύτερα και άλλες μικρότερα.

3.   Σε περιόδους οικονομικής έξαρσης το μέτρο λειτουργεί χωρίς προβλήματα, ενώ αντίθετα σε φάσεις ασθενούς ανάπτυξης απαιτεί διορθωτικά μέτρα. Μια τέτοια προσαρμογή είναι πιθανό να περιορίσει τη ζήτηση και να μειώσει τις αναπτυξιακές δυνατότητες. Αυτό θα είχε ως επακόλουθο τη λήψη περαιτέρω μέτρων. Μετά δε από την εμπειρία των αρνητικών πολλαπλασιαστών για κάθε ένα δις περικοπών  προκαλείται πολύ μεγαλύτερη απώλεια στο ΑΕΠ αλλά και στα έσοδα του κράτους. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτή θα ήταν η αρχή ενός καθοδικού φαύλου κύκλου.

4.   Εντελώς ακατάλληλο είναι επίσης το φρένο χρέους σε περιπτώσεις έκτακτων αναγκών για τη χρηματοδότηση σημαντικών τομέων της οικονομίας, όπως του τραπεζικού. Για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης το δημόσιο εμφανίζεται ως έσχατος δανειστής με αποτέλεσμα να εκτοξεύεται το διαρθρωτικό έλλειμμα. Στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση τέτοιο πρόβλημα αντιμετώπισαν πολλές χώρες όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και άλλες. Η εφαρμογή του χρεόφρενου το 2010 σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την εκτόξευση των χρεών το 2009.

 5.   Εναλλακτικές προτάσεις στο φρένο χρέους

Στην ανάγκη για να αποκατασταθεί διαρκής νομισματική σταθερότητα στο Ευρωσύστημα, αλλά και να τεθούν οι βάσεις μιας χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, αναφέρονται αρκετοί μελετητές με προτάσεις που απορρίπτουν ή διαφοροποιούνται σημαντικά από το εμφανιζόμενο ως μονόδρομο φρένο χρέους. Σταχυολογώ μερικές από αυτές:

Πρόταση 1η:

Ένα από τα ισχυρά επιχειρήματα κατά τους υποστηρικτές  του φρένου χρέους, είναι η αποκατάσταση της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών. Ακούγεται συχνά, ότι δεν είναι ηθικό οι επόμενες γενιές να πληρώνουν για τα χρέη των προηγούμενων. Κατά τους καθηγητές Bofinger και Horn αυτή είναι μια κοντόφθαλμη ερμηνεία της δικαιοσύνης των γενεών. Πρόκειται για μια παθητική φροντίδα για το μέλλον, αφού εστιάζει στην εξάλειψη των ελλειμμάτων, ενώ αυτό που είναι εξίσου αναγκαίο είναι η ενεργητική φροντίδα, η οποία παρέχει στις επόμενες γενιές καλές υποδομές, μόρφωση, έρευνα, καθαρό περιβάλλον, τα οποία θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται μέσω δανεισμού.

Αντί του φρένου χρέους προτείνεται η λύση ενός δεσμευτικού μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού προγράμματος, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει τρεις βασικούς δείκτες:

1.     Δημόσιο χρέος/ΑΕΠ

2.     Δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις/ΑΕΠ

3.     Φόροι και ασφαλιστικές εισφορές/ΑΕΠ

 

Την εποπτεία και τον έλεγχο για την τήρηση των στόχων θα πρέπει να έχει ένα Συμβούλιο Μέλλοντος. Έτσι θα διασφαλίζεται μια καλύτερη κατανομή των βαρών μεταξύ των γενεών, αφού και κατά τον Musgrave οι επόμενες γενιές επωφελούνται από τα αποτελέσματα των επενδύσεων που πραγματοποιεί με χρέη η προηγούμενη.

Πρόταση 2η:

Σημαντικά διαφοροποιημένη, αλλά στην ίδια κατεύθυνση με τη λογική του φρένου χρέους, κινείται και μια πρόταση του Dennis Snower του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Οικονομία του Κιέλου. Θα πρέπει να θεσπισθεί μόνο μια ρήτρα χρέους, το γνωστό 60% επί του ΑΕΠ και στη συνέχεια κάθε χώρα θα καταθέτει πρόγραμμα για την εκπλήρωση αυτού του στόχου, με ευχέρεια ρύθμισης συγκυριακών θεμάτων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο θα εγκρίνεται και θα ελέγχεται από μια 15μελή Επιτροπή Χρέους, αποτελούμενη από οικονομολόγους κύρους και η οποία θα λειτουργεί ως όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Είναι φανερό, ότι και η πρόταση αυτή αναγορεύει ως βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής την εξυπηρέτηση του χρέους, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την απασχόληση, την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό, το ισοζύγιο πληρωμών καθώς και την κατανομή του εισοδήματος.

3η Πρόταση:

Στην ανάγκη για την απόκτηση ενός νέου θεσμικού υπόβαθρου, ώστε η δημοσιονομική διαχείριση να είναι διαρκής, συνεκτική και πιο δεσμευτική, αναφέρεται και ο καθηγητής Πάνος Καζάκος σε σχετική εισήγησή του στο ΕΛΙΑΜΕΠ το Νοέμβριο του 2009. Διαπιστώνει την ανάγκη σύστασης ανεξάρτητης αρχής, που θα ασχολείται με οικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις, θα ετοιμάζει εκθέσεις έγκαιρης προειδοποίησης για πιθανούς μακροοικονομικούς κινδύνους και θα λειτουργεί προληπτικά απέναντι σε αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εκτροχιασμό.

Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα η σημασία της εγκυρότητας των διαθέσιμων στοιχείων, που εκδίδουν οι στατιστικές αρχές. Καμία επιτροπή και καμία μέθοδος δεν είναι σε θέση να αποτρέψει μια αρνητική εξέλιξη, όταν τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται δεν είναι ειλικρινή.

Πρόταση 4η:

Άφησα τέλος την πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση του πρώην υπουργού  Αλέκου Παπαδόπουλου περί δημιουργίας ενός θεσμού κύρους παρά τω Προέδρω της Δημοκρατίας, συνταγματικά κατοχυρωμένου. Πρόκειται για ένα συμβούλιο αποτελούμενο από 3-5 μέλη (υποθέτω στα πρότυπα του γερμανικού συμβουλίου σοφών), το οποίο δεν θα ασχολείται μόνο με θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης, αλλά και με την αξιολόγηση των χρηματοοικονομικών κινδύνων καθώς και με τον εντοπισμό δυνητικών μακροοικονομικών ανισορροπιών.

Η πρόταση αυτή κατάλληλα επεξεργασμένη θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για την επόμενη αναθεώρηση του συντάγματος, επειδή πρόκειται για έναν θεσμό, ο οποίος αντιμετωπίζει τη λειτουργία της οικονομίας και τα προβλήματά της, ως ένα ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά. Η ελληνική εμπειρία άλλωστε δείχνει, ότι θα πρέπει να κινηθούμε προς αυτήν την κατεύθυνση, αφού του εκτροχιασμού του χρέους το 2009 είχε προηγηθεί ο εκτροχιασμός στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήδη το 2007. Μια έγκαιρη και έγκυρη παρέμβαση ενός ανεξάρτητου σοβαρού οργάνου, όπως το προτεινόμενο, θα μπορούσε να αποτρέψει τον κίνδυνο χρεοκοπίας, κάτι που δυστυχώς δεν έκανε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αρκέστηκε απλά στην ανακοίνωση των στοιχείων. Θεωρώ συνεπώς ότι θα ήταν χρήσιμο και ωφέλιμο για τη χώρα η ίδρυση και συνταγματική κατοχύρωση ενός Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, ενώ θα πρέπει να αποφύγουμε μια πρόβλεψη ενός δημοσιονομικού κανόνα, όπως το φρένο χρέους, στο σύνταγμα της χώρας.

Ανεξάρτητα όμως από τις δικές μας επιλογές, σε πολλές χώρες της Ένωσης καταγράφονται ήδη αρνητικά αποτελέσματα και μόνο στην προσπάθειά τους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου δημοσιονομικού κανόνα. Η περιοριστική πολιτική που τους έχει επιβληθεί, οδηγεί την Ευρώπη αναπόφευκτα σε μια παρατεταμένη στασιμότητα με ορατό τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού.  Για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση είναι αναγκαία η χαλάρωση της δημοσιονομικής και της εισοδηματικής πολιτικής, αφού παρά τις φιλότιμες, αλλά καθυστερημένες προσπάθειες της  ΕΚΤ, οι επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής πέφτουν στο κενό, δείχνοντας ότι βρισκόμαστε ήδη στο αδιέξοδο της παγίδας ρευστότητας. Έτσι, παρά τα μηδενικά επιτόκια, παρά τη σημαντική τόνωση από την χαμηλή τιμή του πετρελαίου, παρά τη μεγάλη πτώση του Ευρώ, φοβάμαι ότι η Ευρώπη οδεύει με τραβηγμένο χειρόφρενο σε μια νέα βαθύτερη κρίση, με ότι αυτό συνεπάγεται για το ρόλο της στο διεθνή καταμερισμό δυνάμεων.

Κλείνοντας θα μου επιτρέψετε δύο παρατηρήσεις σχετικά με τη συμπλήρωση του οπλοστασίου για ένα αποτελεσματικότερο και δικαιότερο δημοσιονομικό σύστημα.

Πρώτον, θα πρέπει εκτός από τον τομέα των δαπανών, που επικεντρώνεται το φρένο χρέους, να υπάρξουν παρεμβάσεις και στον τομέα των εσόδων. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες παρατηρήθηκε ένας ανταγωνισμός στη μείωση των φορολογικών συντελεστών σε εισοδήματα και κέρδη που οδήγησε σε μεγάλες τρύπες στους προϋπολογισμούς. Από την άλλη η πρόταση για επιβολή φόρου επί των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο γνωστός φόρος Tobin, καρκινοβατεί. Στη χώρα μας επίσης θα πρέπει να γίνουν προσπάθειες για να αυξήσουμε τα έσοδα μειώνοντας την απόκλιση από το μέσο όρο  της Ένωσης που πριν από την κρίση βρισκόταν στο 6%, με κάποια βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Σε όρους 2009 αυτή η υστέρηση, η φοροδιαφυγή δηλαδή, κόστισε στη χώρα τα τελευταία είκοσι χρόνια περί τα 280 δις Ευρώ, όσο είναι σχεδόν και το δημόσιο χρέος.

 Δεύτερον, αφού στις περισσότερες χώρες το πρόβλημα της υπερχρέωσης δημιουργήθηκε μέσα από την ανάγκη για τη σωτηρία των τραπεζών, θα πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις στις αιτίες που προκάλεσαν την κρίση. Η σημαντικότερη από αυτές θα ήταν ένας διαχωρισμός των τραπεζών σε επενδυτικές και εμπορικές, ώστε όταν μια επενδυτική τράπεζα, που διαχειρίζεται μεγαλύτερους κινδύνους, αντιμετωπίζει δυσκολίες, να αφήνεται να χρεοκοπήσει, χωρίς να θίγονται ούτε οι καταθέτες αλλά ούτε και οι φορολογούμενοι με την αύξηση του δημοσίου χρέους. Πολύ φοβούμαι, ότι και η νεοσυσταθείσα Τραπεζική Ένωση, με το οπλοστάσιο που διαθέτει, δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια νέα κρίση στο μέλλον, που το πιο πιθανό είναι να προέλθει από τις επενδυτικές δραστηριότητες των εμπορικών τραπεζών.


0 Comments

    Καθ. Χ. Γκότσης

    Άρθρα & Προβληματισμοί 

    Αρχείο

    September 2015
    June 2015
    May 2015
    April 2015
    March 2015
    February 2015
    January 2015
    December 2014
    November 2014
    October 2014
    September 2014
    January 2014

    Categories

    All

    RSS Feed

Powered by Create your own unique website with customizable templates.