Η καθιέρωση κοινού νομίσματος στην Ευρώπη δεν ήταν μόνο μια οικονομική απόφαση. Ήταν και πολιτική. Χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την αποκατάσταση των ισορροπιών στην Κεντρική Ευρώπη, μετά την επανένωση της Γερμανίας και τη συνακόλουθη ισχυροποίησή της. Ένα κοινό νόμισμα, που θα διέπεται από αυστηρούς κανόνες, ως προϋπόθεση για την επιβίωσή του από τη μια, αλλά από την άλλη που περιείχε και την προοπτική για σύγκλιση τόσο στο κοινωνικό, όσο και στο οικονομικό πεδίο. Σχεδιάστηκε συνεπώς και ως όχημα για τη συντήρηση και εμβάθυνση της πολυδιαφημισμένης Γαλλογερμανική φιλίας, σε μια κοινή πορεία.
Προϋπόθεση για τη λειτουργία του κοινού νομίσματος ήταν η αποδοχή των κριτηρίων του Maastricht, τα οποία περιέχουν καταναγκασμούς για τα δημόσια χρέη (έως 60% του ΑΕΠ), τα ελλείμματα (έως 3% του ΑΕΠ) και επίσης και για πληθωρισμό κάτω του 3%. Κυβερνήσεις, που είχαν συνηθίσει για αιώνες να ασκούν αυτόνομα πολιτική, ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία, έπρεπε να προσαρμόσουν την πολιτική τους σε εξωγενείς παράγοντες, ενάντια συχνά ακόμη και στα συμφέροντα της ίδιας της κοινωνίας τους.
Οι χώρες στην αρχή έκαναν τα αδύνατα δυνατά, ακόμη και με «χτένισμα» των στοιχείων τους για να εκπληρώσουν τα κριτήρια και να συμμετάσχουν στην πρώτη ομάδα με το κοινό νόμισμα, τα προβλήματα όμως δεν άργησαν να φανούν. Πρώτες η Γαλλία και η Γερμανία παραβίασαν τη συνθήκη, αυξάνοντας από την επόμενη κιόλας χρονιά (2002) τα ελλείμματά τους πάνω από 3%, δίνοντας έτσι το κακό παράδειγμα και στις μικρότερες χώρες. Χρησιμοποίησαν μάλιστα τότε κάθε μέσο και τρόπο, ώστε να μην τους επιβληθούν οι προβλεπόμενες από τη συνθήκη κυρώσεις. Και το πέτυχαν!
Τα πράγματα όμως άλλαξαν και οι δύο χώρες ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Η μεν Γερμανία με την Ατζέντα 2010 του Καγκελαρίου Schroeder (SPD) προσαρμόσθηκε σε γενικές γραμμές στις ανάγκες της συνθήκης, αλλά και της παγκοσμιοποίησης, η οποία απαιτεί ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η δε Γαλλία συνέχισε να λειτουργεί με τα ίδια συστήματα, χωρίς ιδιαίτερες προσαρμογές. Η Γερμανία καθήλωσε τους μισθούς για μια δεκαετία, εφάρμοσε ευέλικτες μορφές εργασίας και περιόρισε το κοινωνικό κράτος. Έμεινε όμως πίσω στις επενδύσεις, οι οποίες μειώθηκαν από το 2008 κατά 5% του ΑΕΠ. Χωρίς όμως επενδύσεις τα πλεονεκτήματα που απέκτησαν θα έχουν παροδικό χαρακτήρα, αφού έτσι δεν διασφαλίζεται ούτε βιώσιμη ανάπτυξη αλλά ούτε και σταθερές θέσεις εργασίας.
Η Γαλλία αντίθετα αρνείται από τη μια να μειώσει τις κοινωνικές δαπάνες, από την άλλη όμως δεν προχωράει και σε κάποιες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους, στην εκπαίδευση, στην προώθηση των νέων επαγγελμάτων κλπ. Αποτέλεσμα, η χώρα να είναι φορτωμένη με ένα υπέρογκο χρέος, η οικονομία να βρίσκεται σε στασιμότητα και το μέλλον να φαντάζει δυσοίωνο αν δεν γίνουν άμεσα παρεμβάσεις. Όμως, η πολεμική που ασκείται στη Γαλλία, κυρίως εκ μέρους της Γερμανίας δεν στηρίζεται σε ψύχραιμες αναλύσεις αλλά σε πολιτικές σκοπιμότητες. Η οικονομία της Γαλλίας είναι καλύτερη από τη φήμη της, ο δε χαρακτηρισμός ασθενής της Ευρώπης απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Οι Γάλλοι κάνουν επενδύσεις, κάτι που θα αποδώσει μελλοντικά, έχουν μικρότερο δημογραφικό πρόβλημα, επειδή ενισχύουν την τεκνοποίηση, άρα θα έχουν και λιγότερα προβλήματα στο ασφαλιστικό, η διεθνής επιχειρηματική παρουσία είναι αξιόλογη, ενώ στους πίνακες ανταγωνιστικότητας κατέχουν μια αξιόλογη θέση.
Ορθώς τώρα ο Πρόεδρος Hollande υποστηρίζει, ότι αφού η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης, αφενός δεν είναι σε θέση να μειώσει το έλλειμμα μέσα στο 2015 στο 3% από το 4,7% που είναι σήμερα, με περιορισμό των δαπανών, αλλά επιθυμεί να το μεταθέσει για το 2017. Αντίθετα τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για να ανακάμψει και να ξεπεράσει το πρόβλημα. Αρνείται να υποκύψει στους μηχανισμούς της Ευρωζώνης, όταν μάλιστα ως εγγυητής τους έχει αυτοανακυρηχθεί ο άσπονδος «φίλος» τους, οι Γερμανοί.
Αυτή τη στιγμή, το δίλημμα το έχουν κυρίως οι Γερμανοί. Ψηφίζουν, υπέρ των κυρώσεων κατά της Γαλλίας για την υπέρβαση του ελλείμματος, κινδυνεύουν να τινάξουν τη Γαλλογερμανική φιλία στον αέρα. Καταψηφίζουν ή απέχουν, αδειάζουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία είναι υποχρεωμένη από τη συνθήκη να επιβάλλει πρόστιμα δισεκατομμυρίων, και συνεπώς βλάπτουν καίρια τη κύρος της. Σε κάθε περίπτωση, οι ηγέτες της Ευρώπης, παρότι είναι συνηθισμένοι να βρίσκουν πάντα συμβιβαστικές λύσεις, θα έχουν ένα σκληρό έργο για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Πάσχει βέβαια από σοβαρότητα, η κοινή δήλωση των ηγεσιών των δύο χωρών σε πρόσφατη συνάντησή τους για το θέμα στο Βερολίνο, να «σταματήσουν να κάνουν υποδείξεις η μια κυβέρνηση στην άλλη». Όταν οι δύο μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης έχουν φτάσει στο σημείο να μην εμπιστεύονται η μια την άλλη και να επιχαίρουν με τα προβλήματα που έχει ο άλλος εταίρος, αντί να καταβάλλουν προσπάθεια για κοινή αντιμετώπισή τους, τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά. Κυρίως για τους μικρότερους και από αυτούς ιδιαίτερα για την Ελλάδα, που είναι φορτωμένη με ένα πλήθος από προβλήματα., η Ευρώπη δεν έχει βρει ακόμη μια κοινή, ενιαία
Μετά από επτά χρόνια κρίση, χωρίς άμεση προοπτική να ξεπεραστεί, η Ευρώπη δεν έχει βρει ακόμη μια κοινή, ενιαία, αποτελεσματική γραμμή για να αντιμετωπίσει τα θέματα. Σε καμία σύνοδο κορυφής, από τις πολυάριθμες που έχουν πραγματοποιηθεί, δεν ετέθη το ζήτημα στη βάση του , ώστε να δοθεί επιτέλους οριστική λύση. Ούτε το θέμα του συνολικού χρέους της Ευρώπης έχει συζητηθεί, αλλά ούτε και το θέμα της ανάπτυξης. Σχέδια για επενδύσεις, όπως εκείνο του νέου Προέδρου της Επιτροπής κ. Juncker των 300 δις Ευρώ, ανακοινώνονται συνεχώς, χωρίς όμως να υλοποιούνται, αφού δεν έχουν προηγουμένως εξασφαλίσει τους πόρους. Στο μεταξύ όσο οι ηγεσίες ασχολούνται με τα συμπτώματα της κρίσης, δύο μεγάλες ασθένειες βρίσκονται προ των πυλών. Η στασιμότητα και ο αποπληθωρισμός που είναι αποτέλεσμα της αναβλητικότητας στην ανάληψη μέτρων αναστροφής της περιοριστικής πολιτικής προς την κατεύθυνση μιας χαλάρωσης της νομισματικής και ενίσχυσης της δημοσιονομικής πολιτικής.
Προϋπόθεση για τη λειτουργία του κοινού νομίσματος ήταν η αποδοχή των κριτηρίων του Maastricht, τα οποία περιέχουν καταναγκασμούς για τα δημόσια χρέη (έως 60% του ΑΕΠ), τα ελλείμματα (έως 3% του ΑΕΠ) και επίσης και για πληθωρισμό κάτω του 3%. Κυβερνήσεις, που είχαν συνηθίσει για αιώνες να ασκούν αυτόνομα πολιτική, ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία, έπρεπε να προσαρμόσουν την πολιτική τους σε εξωγενείς παράγοντες, ενάντια συχνά ακόμη και στα συμφέροντα της ίδιας της κοινωνίας τους.
Οι χώρες στην αρχή έκαναν τα αδύνατα δυνατά, ακόμη και με «χτένισμα» των στοιχείων τους για να εκπληρώσουν τα κριτήρια και να συμμετάσχουν στην πρώτη ομάδα με το κοινό νόμισμα, τα προβλήματα όμως δεν άργησαν να φανούν. Πρώτες η Γαλλία και η Γερμανία παραβίασαν τη συνθήκη, αυξάνοντας από την επόμενη κιόλας χρονιά (2002) τα ελλείμματά τους πάνω από 3%, δίνοντας έτσι το κακό παράδειγμα και στις μικρότερες χώρες. Χρησιμοποίησαν μάλιστα τότε κάθε μέσο και τρόπο, ώστε να μην τους επιβληθούν οι προβλεπόμενες από τη συνθήκη κυρώσεις. Και το πέτυχαν!
Τα πράγματα όμως άλλαξαν και οι δύο χώρες ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Η μεν Γερμανία με την Ατζέντα 2010 του Καγκελαρίου Schroeder (SPD) προσαρμόσθηκε σε γενικές γραμμές στις ανάγκες της συνθήκης, αλλά και της παγκοσμιοποίησης, η οποία απαιτεί ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η δε Γαλλία συνέχισε να λειτουργεί με τα ίδια συστήματα, χωρίς ιδιαίτερες προσαρμογές. Η Γερμανία καθήλωσε τους μισθούς για μια δεκαετία, εφάρμοσε ευέλικτες μορφές εργασίας και περιόρισε το κοινωνικό κράτος. Έμεινε όμως πίσω στις επενδύσεις, οι οποίες μειώθηκαν από το 2008 κατά 5% του ΑΕΠ. Χωρίς όμως επενδύσεις τα πλεονεκτήματα που απέκτησαν θα έχουν παροδικό χαρακτήρα, αφού έτσι δεν διασφαλίζεται ούτε βιώσιμη ανάπτυξη αλλά ούτε και σταθερές θέσεις εργασίας.
Η Γαλλία αντίθετα αρνείται από τη μια να μειώσει τις κοινωνικές δαπάνες, από την άλλη όμως δεν προχωράει και σε κάποιες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους, στην εκπαίδευση, στην προώθηση των νέων επαγγελμάτων κλπ. Αποτέλεσμα, η χώρα να είναι φορτωμένη με ένα υπέρογκο χρέος, η οικονομία να βρίσκεται σε στασιμότητα και το μέλλον να φαντάζει δυσοίωνο αν δεν γίνουν άμεσα παρεμβάσεις. Όμως, η πολεμική που ασκείται στη Γαλλία, κυρίως εκ μέρους της Γερμανίας δεν στηρίζεται σε ψύχραιμες αναλύσεις αλλά σε πολιτικές σκοπιμότητες. Η οικονομία της Γαλλίας είναι καλύτερη από τη φήμη της, ο δε χαρακτηρισμός ασθενής της Ευρώπης απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Οι Γάλλοι κάνουν επενδύσεις, κάτι που θα αποδώσει μελλοντικά, έχουν μικρότερο δημογραφικό πρόβλημα, επειδή ενισχύουν την τεκνοποίηση, άρα θα έχουν και λιγότερα προβλήματα στο ασφαλιστικό, η διεθνής επιχειρηματική παρουσία είναι αξιόλογη, ενώ στους πίνακες ανταγωνιστικότητας κατέχουν μια αξιόλογη θέση.
Ορθώς τώρα ο Πρόεδρος Hollande υποστηρίζει, ότι αφού η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης, αφενός δεν είναι σε θέση να μειώσει το έλλειμμα μέσα στο 2015 στο 3% από το 4,7% που είναι σήμερα, με περιορισμό των δαπανών, αλλά επιθυμεί να το μεταθέσει για το 2017. Αντίθετα τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για να ανακάμψει και να ξεπεράσει το πρόβλημα. Αρνείται να υποκύψει στους μηχανισμούς της Ευρωζώνης, όταν μάλιστα ως εγγυητής τους έχει αυτοανακυρηχθεί ο άσπονδος «φίλος» τους, οι Γερμανοί.
Αυτή τη στιγμή, το δίλημμα το έχουν κυρίως οι Γερμανοί. Ψηφίζουν, υπέρ των κυρώσεων κατά της Γαλλίας για την υπέρβαση του ελλείμματος, κινδυνεύουν να τινάξουν τη Γαλλογερμανική φιλία στον αέρα. Καταψηφίζουν ή απέχουν, αδειάζουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία είναι υποχρεωμένη από τη συνθήκη να επιβάλλει πρόστιμα δισεκατομμυρίων, και συνεπώς βλάπτουν καίρια τη κύρος της. Σε κάθε περίπτωση, οι ηγέτες της Ευρώπης, παρότι είναι συνηθισμένοι να βρίσκουν πάντα συμβιβαστικές λύσεις, θα έχουν ένα σκληρό έργο για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Πάσχει βέβαια από σοβαρότητα, η κοινή δήλωση των ηγεσιών των δύο χωρών σε πρόσφατη συνάντησή τους για το θέμα στο Βερολίνο, να «σταματήσουν να κάνουν υποδείξεις η μια κυβέρνηση στην άλλη». Όταν οι δύο μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης έχουν φτάσει στο σημείο να μην εμπιστεύονται η μια την άλλη και να επιχαίρουν με τα προβλήματα που έχει ο άλλος εταίρος, αντί να καταβάλλουν προσπάθεια για κοινή αντιμετώπισή τους, τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά. Κυρίως για τους μικρότερους και από αυτούς ιδιαίτερα για την Ελλάδα, που είναι φορτωμένη με ένα πλήθος από προβλήματα., η Ευρώπη δεν έχει βρει ακόμη μια κοινή, ενιαία
Μετά από επτά χρόνια κρίση, χωρίς άμεση προοπτική να ξεπεραστεί, η Ευρώπη δεν έχει βρει ακόμη μια κοινή, ενιαία, αποτελεσματική γραμμή για να αντιμετωπίσει τα θέματα. Σε καμία σύνοδο κορυφής, από τις πολυάριθμες που έχουν πραγματοποιηθεί, δεν ετέθη το ζήτημα στη βάση του , ώστε να δοθεί επιτέλους οριστική λύση. Ούτε το θέμα του συνολικού χρέους της Ευρώπης έχει συζητηθεί, αλλά ούτε και το θέμα της ανάπτυξης. Σχέδια για επενδύσεις, όπως εκείνο του νέου Προέδρου της Επιτροπής κ. Juncker των 300 δις Ευρώ, ανακοινώνονται συνεχώς, χωρίς όμως να υλοποιούνται, αφού δεν έχουν προηγουμένως εξασφαλίσει τους πόρους. Στο μεταξύ όσο οι ηγεσίες ασχολούνται με τα συμπτώματα της κρίσης, δύο μεγάλες ασθένειες βρίσκονται προ των πυλών. Η στασιμότητα και ο αποπληθωρισμός που είναι αποτέλεσμα της αναβλητικότητας στην ανάληψη μέτρων αναστροφής της περιοριστικής πολιτικής προς την κατεύθυνση μιας χαλάρωσης της νομισματικής και ενίσχυσης της δημοσιονομικής πολιτικής.