Η απαίτηση για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 4,2 - 4,5% και για διάστημα 10 ετών, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη μακροοικονομική εκτροπή που θα μπορούσε να επιβληθεί σε ένα πρόγραμμα υποτιθέμενης εξυγίανσης και ανάταξης μιας δοκιμαζόμενης οικονομίας.
Είναι αδύνατο οι σχεδιαστές του ελληνικού προγράμματος, με την εμπειρία που διαθέτουν, να μη γνώριζαν, ότι μια τέτοια υπόθεση ήταν εξωπραγματική. Συμβαίνει όμως συχνά με τους ερευνητές να θέτουν πρώτα το στόχο που θέλουν να επιτύχουν και μετά να τρέχουν τις υποθέσεις. Έτσι μας προέκυψε και το 4,5%, το οποίο θα αποτελούσε παγκόσμιο ιστορικό επίτευγμα, αφού μέχρι τώρα τέτοια πλεονάσματα κατάφεραν να παράγουν ελάχιστες χώρες και μάλιστα για μικρότερο χρονικό διάστημα. Άς σημειωθεί βέβαια ότι καμία χώρα δεν επέτυχε μεγάλο δημοσιονομικό πλεόνασμα εφαρμόζοντας πολιτική λιτότητας, αλλά μέσα από συναλλαγματικές πολιτικές ή επειδή ευνοήθηκε ως παραγωγός πρώτων υλών από γενναίες αυξήσεις των τιμών.
Για την ελληνική οικονομία η προσπάθεια για επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, οδηγεί σε αφαίμαξη πόρων αναγκαίων για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, αλλά και της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης.
Έτσι, μια γενναία μείωση από 3% φέτος και 4,5% τα επόμενα χρόνια στο 1,5% του ΑΕΠ, θα έδινε ανάσα αν όχι λύτρωση από μια διαφαινόμενη στασιμότητα διαρκείας.
Ο στόχος για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5%, ισοδυναμεί με κούρεμα του χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας. Έτσι, για να εξυπηρετηθεί ένα τόσο μεγάλο χρέος όπως το ελληνικό, χωρίς να χρειάζεται η χώρα να αυξήσει το δανεισμό της, θα πρέπει ταυτόχρονα να μειωθούν και οι τόκοι των δανείων, ώστε οι ετήσιες επιβαρύνσεις να είναι πολύ μικρότερες. Συνεπώς μια απόφαση για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος, εμπεριέχει υποχρεωτικά και τη μείωση των επιτοκίων καθώς και την επιμήκυνση της ωρίμανσης.
Το πλεονέκτημα μιας τέτοιας λύσης είναι, ότι οι κυβερνήσεις, επειδή δεν εγγράφονται άμεσα σημαντικές ζημιές στους προϋπολογισμούς των κρατών τους, είναι πιο εύκολο πολιτικά να το διαχειρισθούν. Προϋπόθεση βέβαια είναι να υπάρχει εκ μέρους τους η αναγκαία πολιτική βούληση για μια τέτοια παραχώρηση.
Η ελληνική πλευρά χωρίς αμφιβολία θα πρέπει να προσφέρει ως αντιπαροχή, ένα γενναίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που θα έχει ως βασικό στόχο την αναμόρφωση του κράτους. Την πάταξη της γραφειοκρατίας, της πολυνομίας και της διαφθοράς. Τη γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης και την καθιέρωση ενός δίκαιου, απλού και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος. Αλλαγές, που θα μας απαλλάξουν από τα δεσμά του παρελθόντος και θα μας οδηγήσουν σε μια σύγχρονη ευνομούμενη κοινωνία. Η νέα κυβέρνηση έχει όλες τις προϋποθέσεις να το επιχειρήσει, αλλά και να το κάνει και πράξη.
Είναι αδύνατο οι σχεδιαστές του ελληνικού προγράμματος, με την εμπειρία που διαθέτουν, να μη γνώριζαν, ότι μια τέτοια υπόθεση ήταν εξωπραγματική. Συμβαίνει όμως συχνά με τους ερευνητές να θέτουν πρώτα το στόχο που θέλουν να επιτύχουν και μετά να τρέχουν τις υποθέσεις. Έτσι μας προέκυψε και το 4,5%, το οποίο θα αποτελούσε παγκόσμιο ιστορικό επίτευγμα, αφού μέχρι τώρα τέτοια πλεονάσματα κατάφεραν να παράγουν ελάχιστες χώρες και μάλιστα για μικρότερο χρονικό διάστημα. Άς σημειωθεί βέβαια ότι καμία χώρα δεν επέτυχε μεγάλο δημοσιονομικό πλεόνασμα εφαρμόζοντας πολιτική λιτότητας, αλλά μέσα από συναλλαγματικές πολιτικές ή επειδή ευνοήθηκε ως παραγωγός πρώτων υλών από γενναίες αυξήσεις των τιμών.
Για την ελληνική οικονομία η προσπάθεια για επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, οδηγεί σε αφαίμαξη πόρων αναγκαίων για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, αλλά και της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης.
Έτσι, μια γενναία μείωση από 3% φέτος και 4,5% τα επόμενα χρόνια στο 1,5% του ΑΕΠ, θα έδινε ανάσα αν όχι λύτρωση από μια διαφαινόμενη στασιμότητα διαρκείας.
Ο στόχος για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5%, ισοδυναμεί με κούρεμα του χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας. Έτσι, για να εξυπηρετηθεί ένα τόσο μεγάλο χρέος όπως το ελληνικό, χωρίς να χρειάζεται η χώρα να αυξήσει το δανεισμό της, θα πρέπει ταυτόχρονα να μειωθούν και οι τόκοι των δανείων, ώστε οι ετήσιες επιβαρύνσεις να είναι πολύ μικρότερες. Συνεπώς μια απόφαση για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος, εμπεριέχει υποχρεωτικά και τη μείωση των επιτοκίων καθώς και την επιμήκυνση της ωρίμανσης.
Το πλεονέκτημα μιας τέτοιας λύσης είναι, ότι οι κυβερνήσεις, επειδή δεν εγγράφονται άμεσα σημαντικές ζημιές στους προϋπολογισμούς των κρατών τους, είναι πιο εύκολο πολιτικά να το διαχειρισθούν. Προϋπόθεση βέβαια είναι να υπάρχει εκ μέρους τους η αναγκαία πολιτική βούληση για μια τέτοια παραχώρηση.
Η ελληνική πλευρά χωρίς αμφιβολία θα πρέπει να προσφέρει ως αντιπαροχή, ένα γενναίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που θα έχει ως βασικό στόχο την αναμόρφωση του κράτους. Την πάταξη της γραφειοκρατίας, της πολυνομίας και της διαφθοράς. Τη γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης και την καθιέρωση ενός δίκαιου, απλού και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος. Αλλαγές, που θα μας απαλλάξουν από τα δεσμά του παρελθόντος και θα μας οδηγήσουν σε μια σύγχρονη ευνομούμενη κοινωνία. Η νέα κυβέρνηση έχει όλες τις προϋποθέσεις να το επιχειρήσει, αλλά και να το κάνει και πράξη.