Το 20014 ήταν μια χρονιά που οι Έλληνες θα σβήσουμε γρήγορα από τη μνήμη μας. Χωρίς ιδιαίτερα γεγονότα, χωρίς ευχάριστες εκπλήξεις, χωρίς τις μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος. Τα πάντα κινήθηκαν στη ρουτίνα της Τρόικας, της προσαρμογής, της προσμονής για το καλύτερο αύριο που δε βλέπουμε να έρχεται.
Ας προσπαθήσουμε όμως να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη. Η Ελλάδα πάλι, ως συνήθως, χωρισμένη στα δύο. Στους…λογικούς, που, στην πλειοψηφία τους, χωρίς να το πιστεύουν, υλοποιούν και υποστηρίζουν ένα πρόγραμμα που τους επιβλήθηκε, και στους ρεαλιστές, που βλέπουν τα προβλήματα να συσσωρεύονται και να απαιτούν την αλλαγή του.
Βασικοί στόχοι και των δύο πλευρών για το 2014, που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και εθνικοί στόχοι, ήσαν δύο. Η απομείωση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο και η δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Η κυβέρνηση, μετά από την απόφαση του Νοέμβρη του 2012, που περιείχε τη βούληση των δανειστών, ότι μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος θα υπάρξει συζήτηση για περαιτέρω μείωση του χρέους, κάτι που αποτελεί έμμεση παραδοχή ότι η τότε ρύθμιση είχε γίνει χωρίς να είναι βιώσιμο, άρχισε να υλοποιεί τα προβλεπόμενα από το πρόγραμμα, χωρίς όμως ιδιαίτερο ζήλο, αφού τον Ιούνιο θα είχαμε εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ως γνωστόν οι ψήφοι έχουν προτεραιότητα έναντι των στόχων. Έτσι, στο όνομα του πολιτικού κόστους, καταγράφονται αναβολές στην εφαρμογή μέτρων, στην είσπραξη φόρων αλλά και στη διενέργεια σοβαρών μεταρρυθμίσεων.
Αποτέλεσμα; Η υστέρηση σε όλα τα σημεία, ώστε να συγκεντρωθεί ένα πλήθος υποχρεώσεων προς το τέλος της χρονιάς, οι οποίες από τις εξελίξεις φάνηκε ότι ήταν αδύνατο πολιτικά να υλοποιηθούν. Εξακόσια σημεία ο ένας λογαριασμός, 19 βαθιές τομές για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού με μέτρα μόνιμης απόδοσης αλλά και μια σειρά αλλαγών σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας και κοινωνίας, ο άλλος.
Μια σειρά από ενέργειες, με οσμή μικροπολιτικών επιλογών, ενώ δεν διευκόλυναν τους βασικούς στόχους, δημιούργησαν τεράστια πρόσθετα προβλήματα στην οικονομία. Από την χωρίς προϋποθέσεις έξοδό μας στις αγορές, έως την επίσκεψη του υπουργού οικονομικών και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στη Νέα Υόρκη για μονομερή και χωρίς όρους έξοδο από το πρόγραμμα του ΔΝΤ καθώς και την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο για τερματισμό του Μνημονίου και αποπομπή της Τρόικας, χωρίς η χώρα να είναι έτοιμη να βγει για άντληση κεφαλαίων από τις αγορές. Όλες αυτές οι κινήσεις εντυπωσιασμού, δημιούργησαν αναστάτωση στους δανειστές, οι αγορές έδειξαν με την αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, ότι με τα σημερινά δεδομένα η χώρα είναι αποκλεισμένη από φρέσκο χρήμα και οι κάθε γης καλοθελητές άρχισαν να πλέκουν σενάρια εξόδου της χώρας από το Ευρώ. Όλα αυτά χωρίς λόγο.
Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να διαθέσει τις όποιες διαπραγματευτικές δυνάμεις διέθετε για το βασικό στόχο, που ήταν η απομείωση του χρέους, αναλώθηκε σε συζητήσεις για επιμέρους θέματα. Η διαπραγμάτευση για το χρέος, στη διαδρομή ξεχάστηκε, αφού μάλιστα σε μια κίνηση παρωδίας το ανακηρύξαμε και βιώσιμο. Το ίδιο συνέβη και με το δεύτερο μεγάλο στόχο, που ήταν οι πολιτικές διευκόλυνσης της ανάπτυξης. Καμία αλλαγή στο αναπτυξιακό μοντέλο, καμία βαθιά μεταρρύθμιση στο κράτος, στην φορολογία, στην απονομή δικαιοσύνης. Καμία επιλογή συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, που θα είχαν προτεραιότητα στη στήριξη του κράτους. Οι ριζικές τομές στην εκπαίδευση, στην έρευνα στην καινοτομία, που θα μας οδηγήσουν στην επόμενη μέρα ανύπαρκτες.
Η άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση, παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια μια συνέπεια στις θέσεις της. Διαπραγμάτευση για απομείωση του χρέους, αναπτυξιακές πολιτικές, αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού προβλήματος. Ποιος θα είχε αντίρρηση με αυτούς τους στόχους. Το ερώτημα όμως που πλανάται στα χείλη, όσων βλέπουν με συμπάθεια, αλλά και με ρεαλισμό αυτή την πρόταση είναι: Θα τα καταφέρει;
Η αντιπολίτευση έχει κατανοήσει και τελικά, όπως φαίνεται από τις τοποθετήσεις των επίσημων εκφραστών της οικονομικής πολιτικής αλλά και στο πρόγραμμα που δημοσιοποιήθηκε, έχει αποδεχθεί, ότι η όποια πολιτική κληθεί να υλοποιήσει θα υπόκειται σε δύο περιορισμούς. Πρώτον στις απαιτήσεις του δημοσιονομικού συμφώνου, που απαιτεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και δεύτερον η όποια ρύθμιση για το χρέος θα πρέπει να προκύψει κατόπιν διαπραγμάτευσης και με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών.
Συνεπώς, η προσπάθεια θα πρέπει να κατατείνει στην όσο το δυνατόν καλύτερη εκμετάλλευση των περιθωρίων που υπάρχουν για άσκηση αυτόνομης εθνικής οικονομικής πολιτικής, κάτι που άλλωστε επιχειρείται και από τη Γαλλία αλλά και την Ιταλία. Γνωρίζουμε εκ του αποτελέσματος, ότι το μείγμα πολιτικής που εφαρμόστηκε με κύριο στόχο τη μείωση του κόστους και την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών (οικονομικά της προσφοράς), απέτυχε παταγωδώς. Έτσι, καταρχήν η πρόταση της αντιπολίτευσης για ενίσχυση της ζήτησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα πρέπει πράγματι να δοκιμάσουμε ένα άλλο μείγμα πολιτικής, που να ευνοεί την κατανάλωση κυρίως προϊόντων εγχώριας παραγωγής ενώ αντίστοιχα να αποφευχθούν τέτοιες που να στρέφουν την κατανάλωση προς το εξωτερικό για εισαγόμενα. Η προσεκτική ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων είναι μια καλή πρόταση, αφού οι μελέτες δείχνουν, ότι αυτές οι κοινωνικές ομάδες καταναλώνουν κατά προτίμηση εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.
Το γεγονός άλλωστε, ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αυτή τη στιγμή διαθέτουν σημαντικές αργούσες παραγωγικές δυνάμεις, οι περισσότερες λειτουργούν με το 20-30% της δυναμικότητάς τους, δείχνει ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί και χωρίς αρχικά τη συμβολή νέων επενδύσεων. Επενδύσεις εκσυγχρονισμού είναι βέβαια αναγκαίες για να μπορέσουν να παραμείνουν βιώσιμες και ανταγωνιστικές, αφού τα τελευταία χρόνια έμειναν πίσω. Η φροντίδα της πολιτείας (ενισχύσεις, τεχνογνωσία, εκπαίδευση, έρευνα, δίοδοι προώθησης), θα πρέπει να αφορά κατά προτεραιότητα στις καινοτόμες, εξωστρεφείς επιχειρήσεις, που υπόσχονται διάρκεια και σταθερές θέσεις εργασίας για το κατά κοινή αναγνώριση καλά εκπαιδευμένο στελεχιακό μας δυναμικό.
Προϋπόθεση όμως για να στεφθεί με επιτυχία μια τέτοια πολιτική είναι η επιτυχής έκβαση των διαπραγματεύσεων για το δυσβάσταχτο χρέος. Η αναδιάρθρωσή του προς την κατεύθυνση μιας δραστικής μείωσης των ετήσιων υποχρεώσεων για τόκους και χρεολύσια θα ελευθερώσει πόρους, που αντί να οδηγηθούν στο εξωτερικό με τη μορφή υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων για την πληρωμή των υποχρεώσεων προς τους δανειστές, θα παραμείνουν στην οικονομία προσφέροντας την αναγκαία ρευστότητα που θα βοηθήσει στην ανάκαμψη και στην εκμετάλλευση των ούτως ή άλλως σημαντικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η χώρα για ανάπτυξη και ευημερία του λαού της.
Ως αντάλλαγμα για τις όποιες διευκολύνσεις θα μπορούσε να προσφέρει κανείς ένα αξιόπιστο πρόγραμμα βαθιών μεταρρυθμίσεων που έχει η οικονομία και η κοινωνία. Μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν το στίγμα μιας μεγάλης αλλαγής, που θα μας οδηγήσει στην επόμενη ημέρα μιας σύγχρονης Ελλάδας. Στην παιδεία, στην έρευνα, στη διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα, στην απονομή δικαιοσύνης, στο τραπεζικό σύστημα, στη συνεργασία με τις παραγωγικές επιχειρήσεις, στις κρατικές προμήθειες και στις αναθέσεις έργων. Το πολιτικό σύστημα έως τώρα, κατά δήλωση του διευθυντή του ΟΟΣΑ κ. Γκουρία, που γνωρίζει πολύ καλά τα τεκταινόμενα στη χώρα μας, υποκύπτει σε «κρυφές δυνάμεις» που εμποδίζουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις. Τι εννοεί ο ποιητής, είναι εύκολο να μαντέψει κανείς. Εδώ βρίσκεται και το προνομιακό πεδίο μιας νέας κυβέρνησης που δεν έχει δεσμεύσεις από το παρελθόν και μπορεί να χαράξει ένα ελπιδοφόρο μέλλον, βάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού σε νέα βάση, απελευθερώνοντας αποκλεισμένες δυνάμεις προς όφελος του λαού και του τόπου.
Ας προσπαθήσουμε όμως να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη. Η Ελλάδα πάλι, ως συνήθως, χωρισμένη στα δύο. Στους…λογικούς, που, στην πλειοψηφία τους, χωρίς να το πιστεύουν, υλοποιούν και υποστηρίζουν ένα πρόγραμμα που τους επιβλήθηκε, και στους ρεαλιστές, που βλέπουν τα προβλήματα να συσσωρεύονται και να απαιτούν την αλλαγή του.
Βασικοί στόχοι και των δύο πλευρών για το 2014, που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και εθνικοί στόχοι, ήσαν δύο. Η απομείωση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο και η δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Η κυβέρνηση, μετά από την απόφαση του Νοέμβρη του 2012, που περιείχε τη βούληση των δανειστών, ότι μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος θα υπάρξει συζήτηση για περαιτέρω μείωση του χρέους, κάτι που αποτελεί έμμεση παραδοχή ότι η τότε ρύθμιση είχε γίνει χωρίς να είναι βιώσιμο, άρχισε να υλοποιεί τα προβλεπόμενα από το πρόγραμμα, χωρίς όμως ιδιαίτερο ζήλο, αφού τον Ιούνιο θα είχαμε εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ως γνωστόν οι ψήφοι έχουν προτεραιότητα έναντι των στόχων. Έτσι, στο όνομα του πολιτικού κόστους, καταγράφονται αναβολές στην εφαρμογή μέτρων, στην είσπραξη φόρων αλλά και στη διενέργεια σοβαρών μεταρρυθμίσεων.
Αποτέλεσμα; Η υστέρηση σε όλα τα σημεία, ώστε να συγκεντρωθεί ένα πλήθος υποχρεώσεων προς το τέλος της χρονιάς, οι οποίες από τις εξελίξεις φάνηκε ότι ήταν αδύνατο πολιτικά να υλοποιηθούν. Εξακόσια σημεία ο ένας λογαριασμός, 19 βαθιές τομές για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού με μέτρα μόνιμης απόδοσης αλλά και μια σειρά αλλαγών σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας και κοινωνίας, ο άλλος.
Μια σειρά από ενέργειες, με οσμή μικροπολιτικών επιλογών, ενώ δεν διευκόλυναν τους βασικούς στόχους, δημιούργησαν τεράστια πρόσθετα προβλήματα στην οικονομία. Από την χωρίς προϋποθέσεις έξοδό μας στις αγορές, έως την επίσκεψη του υπουργού οικονομικών και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στη Νέα Υόρκη για μονομερή και χωρίς όρους έξοδο από το πρόγραμμα του ΔΝΤ καθώς και την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο για τερματισμό του Μνημονίου και αποπομπή της Τρόικας, χωρίς η χώρα να είναι έτοιμη να βγει για άντληση κεφαλαίων από τις αγορές. Όλες αυτές οι κινήσεις εντυπωσιασμού, δημιούργησαν αναστάτωση στους δανειστές, οι αγορές έδειξαν με την αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, ότι με τα σημερινά δεδομένα η χώρα είναι αποκλεισμένη από φρέσκο χρήμα και οι κάθε γης καλοθελητές άρχισαν να πλέκουν σενάρια εξόδου της χώρας από το Ευρώ. Όλα αυτά χωρίς λόγο.
Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να διαθέσει τις όποιες διαπραγματευτικές δυνάμεις διέθετε για το βασικό στόχο, που ήταν η απομείωση του χρέους, αναλώθηκε σε συζητήσεις για επιμέρους θέματα. Η διαπραγμάτευση για το χρέος, στη διαδρομή ξεχάστηκε, αφού μάλιστα σε μια κίνηση παρωδίας το ανακηρύξαμε και βιώσιμο. Το ίδιο συνέβη και με το δεύτερο μεγάλο στόχο, που ήταν οι πολιτικές διευκόλυνσης της ανάπτυξης. Καμία αλλαγή στο αναπτυξιακό μοντέλο, καμία βαθιά μεταρρύθμιση στο κράτος, στην φορολογία, στην απονομή δικαιοσύνης. Καμία επιλογή συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, που θα είχαν προτεραιότητα στη στήριξη του κράτους. Οι ριζικές τομές στην εκπαίδευση, στην έρευνα στην καινοτομία, που θα μας οδηγήσουν στην επόμενη μέρα ανύπαρκτες.
Η άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση, παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια μια συνέπεια στις θέσεις της. Διαπραγμάτευση για απομείωση του χρέους, αναπτυξιακές πολιτικές, αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού προβλήματος. Ποιος θα είχε αντίρρηση με αυτούς τους στόχους. Το ερώτημα όμως που πλανάται στα χείλη, όσων βλέπουν με συμπάθεια, αλλά και με ρεαλισμό αυτή την πρόταση είναι: Θα τα καταφέρει;
Η αντιπολίτευση έχει κατανοήσει και τελικά, όπως φαίνεται από τις τοποθετήσεις των επίσημων εκφραστών της οικονομικής πολιτικής αλλά και στο πρόγραμμα που δημοσιοποιήθηκε, έχει αποδεχθεί, ότι η όποια πολιτική κληθεί να υλοποιήσει θα υπόκειται σε δύο περιορισμούς. Πρώτον στις απαιτήσεις του δημοσιονομικού συμφώνου, που απαιτεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και δεύτερον η όποια ρύθμιση για το χρέος θα πρέπει να προκύψει κατόπιν διαπραγμάτευσης και με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών.
Συνεπώς, η προσπάθεια θα πρέπει να κατατείνει στην όσο το δυνατόν καλύτερη εκμετάλλευση των περιθωρίων που υπάρχουν για άσκηση αυτόνομης εθνικής οικονομικής πολιτικής, κάτι που άλλωστε επιχειρείται και από τη Γαλλία αλλά και την Ιταλία. Γνωρίζουμε εκ του αποτελέσματος, ότι το μείγμα πολιτικής που εφαρμόστηκε με κύριο στόχο τη μείωση του κόστους και την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών (οικονομικά της προσφοράς), απέτυχε παταγωδώς. Έτσι, καταρχήν η πρόταση της αντιπολίτευσης για ενίσχυση της ζήτησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα πρέπει πράγματι να δοκιμάσουμε ένα άλλο μείγμα πολιτικής, που να ευνοεί την κατανάλωση κυρίως προϊόντων εγχώριας παραγωγής ενώ αντίστοιχα να αποφευχθούν τέτοιες που να στρέφουν την κατανάλωση προς το εξωτερικό για εισαγόμενα. Η προσεκτική ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων είναι μια καλή πρόταση, αφού οι μελέτες δείχνουν, ότι αυτές οι κοινωνικές ομάδες καταναλώνουν κατά προτίμηση εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.
Το γεγονός άλλωστε, ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αυτή τη στιγμή διαθέτουν σημαντικές αργούσες παραγωγικές δυνάμεις, οι περισσότερες λειτουργούν με το 20-30% της δυναμικότητάς τους, δείχνει ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί και χωρίς αρχικά τη συμβολή νέων επενδύσεων. Επενδύσεις εκσυγχρονισμού είναι βέβαια αναγκαίες για να μπορέσουν να παραμείνουν βιώσιμες και ανταγωνιστικές, αφού τα τελευταία χρόνια έμειναν πίσω. Η φροντίδα της πολιτείας (ενισχύσεις, τεχνογνωσία, εκπαίδευση, έρευνα, δίοδοι προώθησης), θα πρέπει να αφορά κατά προτεραιότητα στις καινοτόμες, εξωστρεφείς επιχειρήσεις, που υπόσχονται διάρκεια και σταθερές θέσεις εργασίας για το κατά κοινή αναγνώριση καλά εκπαιδευμένο στελεχιακό μας δυναμικό.
Προϋπόθεση όμως για να στεφθεί με επιτυχία μια τέτοια πολιτική είναι η επιτυχής έκβαση των διαπραγματεύσεων για το δυσβάσταχτο χρέος. Η αναδιάρθρωσή του προς την κατεύθυνση μιας δραστικής μείωσης των ετήσιων υποχρεώσεων για τόκους και χρεολύσια θα ελευθερώσει πόρους, που αντί να οδηγηθούν στο εξωτερικό με τη μορφή υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων για την πληρωμή των υποχρεώσεων προς τους δανειστές, θα παραμείνουν στην οικονομία προσφέροντας την αναγκαία ρευστότητα που θα βοηθήσει στην ανάκαμψη και στην εκμετάλλευση των ούτως ή άλλως σημαντικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η χώρα για ανάπτυξη και ευημερία του λαού της.
Ως αντάλλαγμα για τις όποιες διευκολύνσεις θα μπορούσε να προσφέρει κανείς ένα αξιόπιστο πρόγραμμα βαθιών μεταρρυθμίσεων που έχει η οικονομία και η κοινωνία. Μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν το στίγμα μιας μεγάλης αλλαγής, που θα μας οδηγήσει στην επόμενη ημέρα μιας σύγχρονης Ελλάδας. Στην παιδεία, στην έρευνα, στη διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα, στην απονομή δικαιοσύνης, στο τραπεζικό σύστημα, στη συνεργασία με τις παραγωγικές επιχειρήσεις, στις κρατικές προμήθειες και στις αναθέσεις έργων. Το πολιτικό σύστημα έως τώρα, κατά δήλωση του διευθυντή του ΟΟΣΑ κ. Γκουρία, που γνωρίζει πολύ καλά τα τεκταινόμενα στη χώρα μας, υποκύπτει σε «κρυφές δυνάμεις» που εμποδίζουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις. Τι εννοεί ο ποιητής, είναι εύκολο να μαντέψει κανείς. Εδώ βρίσκεται και το προνομιακό πεδίο μιας νέας κυβέρνησης που δεν έχει δεσμεύσεις από το παρελθόν και μπορεί να χαράξει ένα ελπιδοφόρο μέλλον, βάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού σε νέα βάση, απελευθερώνοντας αποκλεισμένες δυνάμεις προς όφελος του λαού και του τόπου.