Το ερώτημα πότε η Ελλάδα θα γίνει μια κανονική χώρα, απασχολεί το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη, αφού συνδέεται άμεσα με το μέλλον και τις προοπτικές αυτού του τόπου. Η προσδοκία να τελειώνουμε με την εξάρτηση, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, τις απολύσεις και τα λοιπά δεινά που μας βρήκαν τα τελευταία χρόνια και να επιστρέψουμε στην περίφημη «κανονικότητα», δηλαδή να αντιμετωπίζεται η χώρα μας με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται όλες οι άλλες που δεν έχουν παρόμοια προβλήματα, είναι πολύ μεγάλη.
Βρισκόμαστε όμως «πολύ κοντά», όπως αυτό διακηρύσσεται από πολύ επίσημα χείλη, ή βρισκόμαστε απλά και μόνο μπροστά σε μια καλλιέργεια ψευδαισθήσεων;
Ας θυμηθούμε πρώτα πότε η Ελλάδα έπαψε να είναι μια κανονική χώρα. Πρόκειται ασφαλώς για μια ολόκληρη διαδικασία, που οδήγησε στον αποκλεισμό του δανεισμού από τις αγορές, η οποία όμως στην περίπτωσή μας έχει αφήσει πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Πώς για παράδειγμα είναι δυνατό, όταν ήδη από το 2007 το άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας ήταν 14,5% επί του ΑΕΠ, όταν πρωτοσέλιδο (με εξώφυλλο) δημοσίευμα, με αιχμές για την Ελλάδα, του περιοδικού SPIEGEL με τίτλο «Πότε τελικά ένα κράτος είναι χρεοκοπημένο» στις 26.1.2009, μερικές μέρες μετά την ενημερωτική συνάντηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το έλλειμμα με τον τότε πρωθυπουργό, οι τρεις οίκοι αξιολόγησης συνέχιζαν να κατατάσσουν την Ελλάδα στην απίθανη σχεδόν για χρεοκοπία 42η θέση στην παγκόσμια κατάταξη υποψηφίων χωρών για χρεοκοπία (Μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών του Κιέλου);
Ήσαν τα ψευδή στοιχεία, που τους έδινε η ελληνική κυβέρνηση, ήταν η τακτική για διενέργεια γενικά χαλαρών αξιολογήσεων ή η εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων για να προλάβουν κάποιοι να ξεφορτώσουν τα ελληνικά ομόλογα;
Η συνέχεια είναι γνωστή, οι οίκοι αξιολόγησης άλλαξαν τακτική, μετά δε και από τις πρόσφατες αποκαλύψεις των καθηγητών Griesbach και Gaertner του ελβετικού πανεπιστημίου St. Gallen περί αυτοεκπληρούμενης προφητείας, έγινε φανερό, ότι ο ρόλος τους υπήρξε καταλυτικός. Με τις αλλεπάλληλες αρνητικές προκυκλικές αξιολογήσεις τους για το ελληνικό χρέος από το τέλος του 2009 και τις αρχές του 2010, επιτάχυναν τις εξελίξεις και οδήγησαν τη χώρα στον αποκλεισμό από τις αγορές χρηματοδότησης, δηλαδή στη de facto χρεοκοπία. Τη σκυτάλη πήραν στη συνέχεια οι άλλες αδύναμες χώρες Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος ακόμη και η Ιταλία και η Γαλλία με αποτέλεσμα να προκαλέσουν μια κρίση τεραστίου μεγέθους, που παραλίγο να οδηγήσει στην κατάρρευση της Ευρωζώνης και του Ευρώ.
Για να γίνουμε λοιπόν μια κανονική χώρα πρέπει να πιάσουμε το νήμα από εκεί που κόπηκε την άνοιξη του 2010. Να επανέλθει δηλαδή η χώρα με τα ομόλογά της στην περιοχή αξιολόγησης “investment grade”, όπου μπορούν να επενδυθούν κεφάλαια, όπως των ασφαλιστικών ταμείων, με μακροπρόθεσμο προσανατολισμό χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο. Να αποκατασταθεί, με άλλα λόγια, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Προς το παρόν βρισκόμαστε στην περιοχή “non investment grade”, που είναι περιοχή υψηλού επενδυτικού ρίσκου και μάλιστα 7 βαθμίδες μακριά κατά την Moody’s και 5 κατά την S&P και την Fitch. Η βαθμολόγηση αυτή (Β) αντιστοιχεί σε μια πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας κατά 30% για την επόμενη δεκαετία. Για το λόγο αυτό και τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων είναι ακόμη πολύ υψηλά. Συνεπώς, η άποψη του υπουργού οικονομικών ότι «λίγα μένουν να κάνουμε για να στηριχθούμε στα δικά μας πόδια», απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όχι μόνο επειδή η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε είναι μεγάλη, αλλά κυρίως διότι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν, σε κάθε δε περίπτωση απαιτούν πολύ χρόνο.
Κοινός παρονομαστής όλων των οίκων αξιολόγησης είναι δύο σημαντικοί παράγοντες: Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και το ύψος του χρέους. Ο παρονομαστής συνεπώς και ο αριθμητής του κλάσματος που εκφράζει το δείκτη δανεισμού της χώρας. Τα υπόλοιπα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα, η πολιτική σταθερότητα, η αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής, είναι μεν σημαντικά δεν επαρκούν όμως να βγάλουν τη χώρα από την κατηγορία των “σκουπιδιών”. Έτσι και η όλη η προσπάθεια της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, θα πρέπει να επικεντρωθεί στον επηρεασμό αυτών των δύο βασικών παραγόντων, οι οποίοι συνδέονται στενά μεταξύ τους.
Το ύψος του χρέους και η ετήσια επιβάρυνση για την εξυπηρέτησή του επιβάλλεται να μειωθεί. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη διαγραφή ενός σημαντικού μέρους, είτε με μια μεγάλη επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων, είτε με τη μείωση των επιτοκίων και τη σταθερότητά τους διαχρονικά, είτε με την ελαστική αποπληρωμή του ανάλογα με την ανάπτυξη της χώρας, είτε με ένα συνδυασμό όλων ή και μερικών από τις παραπάνω εκδοχές απομείωσης. Στόχος μας εδώ θα πρέπει να είναι μια σημαντική μείωση του αριθμητή του κλάσματος.
Ο ρυθμός ανάπτυξης, ο δεύτερος σημαντικός παράγων, δείχνει της δυνατότητες που έχει η χώρα τώρα αλλά και στο μέλλον να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Χωρίς ίχνος υπερβολής διαπιστώνεται, ότι στον τομέα αυτό τα τελευταία χρόνια δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτα. Αντίθετα, με την ασκούμενη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, την οποία με ιδιαίτερο ζήλο εφαρμόσαμε, στοχεύοντας στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, και με την επίδραση του γνωστού μας αρνητικού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, καταφέραμε να μειώσουμε το παραγόμενό μας προϊόν κατά 70 δις Ευρώ. Μικρύναμε δηλαδή τον παρονομαστή αντί να τον μεγαλώσουμε. Εκτός όμως από την αρνητική επίδραση της πολιτικής λιτότητας, στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και της αναδιάρθρωσης της οικονομίας, οι παρεμβάσεις παρέμειναν μόνο σε λεκτικό επίπεδο, βαφτίζοντας τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και τις απολύσεις εργαζομένων ως μεταρρυθμίσεις, ενώ η κατάσταση στη λειτουργία του κράτους, στην απονομή δικαιοσύνης, στο φορολογικό σύστημα, στο τραπεζικό σύστημα, αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε.
Για να γίνει συνεπώς η Ελλάδα μια κανονική χώρα θα πρέπει να λύσει ή τουλάχιστον να δρομολογήσει αξιόπιστα την αντιμετώπιση αυτών των καίριων προβλημάτων. Μόνο τότε θα επιστρέψει αυτοδύναμα στις αγορές και θα δανείζεται για τις ανάγκες της σε κεφάλαια με όρους αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, εξόδου δηλαδή της χώρας από την κατηγορία των junks, η πτώση των επιτοκίων υπολογίζεται ότι θα είναι της τάξεως των 35-45%.
Ταυτόχρονα όμως με την τακτοποίηση των σχέσεών μας με τις αγορές, η άσκηση μιας αποτελεσματικής αναπτυξιακής πολιτικής θα βελτιώσει τις συνθήκες απασχόλησης και θα θέσει τέρμα στον κατήφορο της φτωχοποίησης ενός πολύ μεγάλου τμήματος του λαού μας.
ΥΓ. Γιατί « κατά συνθήκην»; Διότι μια χώρα με 1.500.000 ανέργους, με 6,5 εκ. φτωχούς ή απειλούμενους από τη φτώχεια και με 1,5 εκ. ανασφάλιστους, δεν μπορεί να είναι κανονική επειδή απλά θα βγει κάποια στιγμή στις αγορές.
Βρισκόμαστε όμως «πολύ κοντά», όπως αυτό διακηρύσσεται από πολύ επίσημα χείλη, ή βρισκόμαστε απλά και μόνο μπροστά σε μια καλλιέργεια ψευδαισθήσεων;
Ας θυμηθούμε πρώτα πότε η Ελλάδα έπαψε να είναι μια κανονική χώρα. Πρόκειται ασφαλώς για μια ολόκληρη διαδικασία, που οδήγησε στον αποκλεισμό του δανεισμού από τις αγορές, η οποία όμως στην περίπτωσή μας έχει αφήσει πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Πώς για παράδειγμα είναι δυνατό, όταν ήδη από το 2007 το άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας ήταν 14,5% επί του ΑΕΠ, όταν πρωτοσέλιδο (με εξώφυλλο) δημοσίευμα, με αιχμές για την Ελλάδα, του περιοδικού SPIEGEL με τίτλο «Πότε τελικά ένα κράτος είναι χρεοκοπημένο» στις 26.1.2009, μερικές μέρες μετά την ενημερωτική συνάντηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το έλλειμμα με τον τότε πρωθυπουργό, οι τρεις οίκοι αξιολόγησης συνέχιζαν να κατατάσσουν την Ελλάδα στην απίθανη σχεδόν για χρεοκοπία 42η θέση στην παγκόσμια κατάταξη υποψηφίων χωρών για χρεοκοπία (Μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών του Κιέλου);
Ήσαν τα ψευδή στοιχεία, που τους έδινε η ελληνική κυβέρνηση, ήταν η τακτική για διενέργεια γενικά χαλαρών αξιολογήσεων ή η εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων για να προλάβουν κάποιοι να ξεφορτώσουν τα ελληνικά ομόλογα;
Η συνέχεια είναι γνωστή, οι οίκοι αξιολόγησης άλλαξαν τακτική, μετά δε και από τις πρόσφατες αποκαλύψεις των καθηγητών Griesbach και Gaertner του ελβετικού πανεπιστημίου St. Gallen περί αυτοεκπληρούμενης προφητείας, έγινε φανερό, ότι ο ρόλος τους υπήρξε καταλυτικός. Με τις αλλεπάλληλες αρνητικές προκυκλικές αξιολογήσεις τους για το ελληνικό χρέος από το τέλος του 2009 και τις αρχές του 2010, επιτάχυναν τις εξελίξεις και οδήγησαν τη χώρα στον αποκλεισμό από τις αγορές χρηματοδότησης, δηλαδή στη de facto χρεοκοπία. Τη σκυτάλη πήραν στη συνέχεια οι άλλες αδύναμες χώρες Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος ακόμη και η Ιταλία και η Γαλλία με αποτέλεσμα να προκαλέσουν μια κρίση τεραστίου μεγέθους, που παραλίγο να οδηγήσει στην κατάρρευση της Ευρωζώνης και του Ευρώ.
Για να γίνουμε λοιπόν μια κανονική χώρα πρέπει να πιάσουμε το νήμα από εκεί που κόπηκε την άνοιξη του 2010. Να επανέλθει δηλαδή η χώρα με τα ομόλογά της στην περιοχή αξιολόγησης “investment grade”, όπου μπορούν να επενδυθούν κεφάλαια, όπως των ασφαλιστικών ταμείων, με μακροπρόθεσμο προσανατολισμό χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο. Να αποκατασταθεί, με άλλα λόγια, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Προς το παρόν βρισκόμαστε στην περιοχή “non investment grade”, που είναι περιοχή υψηλού επενδυτικού ρίσκου και μάλιστα 7 βαθμίδες μακριά κατά την Moody’s και 5 κατά την S&P και την Fitch. Η βαθμολόγηση αυτή (Β) αντιστοιχεί σε μια πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας κατά 30% για την επόμενη δεκαετία. Για το λόγο αυτό και τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων είναι ακόμη πολύ υψηλά. Συνεπώς, η άποψη του υπουργού οικονομικών ότι «λίγα μένουν να κάνουμε για να στηριχθούμε στα δικά μας πόδια», απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όχι μόνο επειδή η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε είναι μεγάλη, αλλά κυρίως διότι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν, σε κάθε δε περίπτωση απαιτούν πολύ χρόνο.
Κοινός παρονομαστής όλων των οίκων αξιολόγησης είναι δύο σημαντικοί παράγοντες: Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και το ύψος του χρέους. Ο παρονομαστής συνεπώς και ο αριθμητής του κλάσματος που εκφράζει το δείκτη δανεισμού της χώρας. Τα υπόλοιπα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα, η πολιτική σταθερότητα, η αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής, είναι μεν σημαντικά δεν επαρκούν όμως να βγάλουν τη χώρα από την κατηγορία των “σκουπιδιών”. Έτσι και η όλη η προσπάθεια της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, θα πρέπει να επικεντρωθεί στον επηρεασμό αυτών των δύο βασικών παραγόντων, οι οποίοι συνδέονται στενά μεταξύ τους.
Το ύψος του χρέους και η ετήσια επιβάρυνση για την εξυπηρέτησή του επιβάλλεται να μειωθεί. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη διαγραφή ενός σημαντικού μέρους, είτε με μια μεγάλη επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων, είτε με τη μείωση των επιτοκίων και τη σταθερότητά τους διαχρονικά, είτε με την ελαστική αποπληρωμή του ανάλογα με την ανάπτυξη της χώρας, είτε με ένα συνδυασμό όλων ή και μερικών από τις παραπάνω εκδοχές απομείωσης. Στόχος μας εδώ θα πρέπει να είναι μια σημαντική μείωση του αριθμητή του κλάσματος.
Ο ρυθμός ανάπτυξης, ο δεύτερος σημαντικός παράγων, δείχνει της δυνατότητες που έχει η χώρα τώρα αλλά και στο μέλλον να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Χωρίς ίχνος υπερβολής διαπιστώνεται, ότι στον τομέα αυτό τα τελευταία χρόνια δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτα. Αντίθετα, με την ασκούμενη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, την οποία με ιδιαίτερο ζήλο εφαρμόσαμε, στοχεύοντας στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, και με την επίδραση του γνωστού μας αρνητικού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, καταφέραμε να μειώσουμε το παραγόμενό μας προϊόν κατά 70 δις Ευρώ. Μικρύναμε δηλαδή τον παρονομαστή αντί να τον μεγαλώσουμε. Εκτός όμως από την αρνητική επίδραση της πολιτικής λιτότητας, στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και της αναδιάρθρωσης της οικονομίας, οι παρεμβάσεις παρέμειναν μόνο σε λεκτικό επίπεδο, βαφτίζοντας τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και τις απολύσεις εργαζομένων ως μεταρρυθμίσεις, ενώ η κατάσταση στη λειτουργία του κράτους, στην απονομή δικαιοσύνης, στο φορολογικό σύστημα, στο τραπεζικό σύστημα, αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε.
Για να γίνει συνεπώς η Ελλάδα μια κανονική χώρα θα πρέπει να λύσει ή τουλάχιστον να δρομολογήσει αξιόπιστα την αντιμετώπιση αυτών των καίριων προβλημάτων. Μόνο τότε θα επιστρέψει αυτοδύναμα στις αγορές και θα δανείζεται για τις ανάγκες της σε κεφάλαια με όρους αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, εξόδου δηλαδή της χώρας από την κατηγορία των junks, η πτώση των επιτοκίων υπολογίζεται ότι θα είναι της τάξεως των 35-45%.
Ταυτόχρονα όμως με την τακτοποίηση των σχέσεών μας με τις αγορές, η άσκηση μιας αποτελεσματικής αναπτυξιακής πολιτικής θα βελτιώσει τις συνθήκες απασχόλησης και θα θέσει τέρμα στον κατήφορο της φτωχοποίησης ενός πολύ μεγάλου τμήματος του λαού μας.
ΥΓ. Γιατί « κατά συνθήκην»; Διότι μια χώρα με 1.500.000 ανέργους, με 6,5 εκ. φτωχούς ή απειλούμενους από τη φτώχεια και με 1,5 εκ. ανασφάλιστους, δεν μπορεί να είναι κανονική επειδή απλά θα βγει κάποια στιγμή στις αγορές.