Η συζήτηση για μια πιθανή αποχώρηση της Ελλάδας από τη ζώνη του Ευρώ, εμφανίζεται κάθε φορά, όταν η χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα σχετικά με την επίτευξη των στόχων ενός απαράδεκτου οικονομικά και κοινωνικά προγράμματος, το οποίο προσπαθεί να θεραπεύσει παθογένειες της ελληνικής οικονομίας με λάθος τρόπο. Βασική επιδίωξη είναι, η εξάλειψη του δίδυμου ελλείμματος, δημοσιονομικού και ισοζυγίου πληρωμών, το συντομότερο δυνατό, χωρίς να λαμβάνει υπ’όψη τις απώλειες στον παραγωγικό αλλά και στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Η οικονομική αρχή, που θέλει τον στόχο να επιτυγχάνεται με το μικρότερο δυνατό κόστος, ξεχάστηκε από τους νεοφιλελεύθερους εμπνευστές της, στο βωμό μιας αμφίβολης βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, ακόμη κι αν το παραγόμενο και προς διάθεση προϊόν είναι ένα υποπολλαπλάσιο του αρχικού και ωθεί στην ανεργία ακόμη ένα 20% του απασχολούμενου δυναμικού της χώρας.
0 Comments
Το ερώτημα πότε η Ελλάδα θα γίνει μια κανονική χώρα, απασχολεί το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη, αφού συνδέεται άμεσα με το μέλλον και τις προοπτικές αυτού του τόπου. Η προσδοκία να τελειώνουμε με την εξάρτηση, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, τις απολύσεις και τα λοιπά δεινά που μας βρήκαν τα τελευταία χρόνια και να επιστρέψουμε στην περίφημη «κανονικότητα», δηλαδή να αντιμετωπίζεται η χώρα μας με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται όλες οι άλλες που δεν έχουν παρόμοια προβλήματα, είναι πολύ μεγάλη.
Βρισκόμαστε όμως «πολύ κοντά», όπως αυτό διακηρύσσεται από πολύ επίσημα χείλη, ή βρισκόμαστε απλά και μόνο μπροστά σε μια καλλιέργεια ψευδαισθήσεων; Ας θυμηθούμε πρώτα πότε η Ελλάδα έπαψε να είναι μια κανονική χώρα. Πρόκειται ασφαλώς για μια ολόκληρη διαδικασία, που οδήγησε στον αποκλεισμό του δανεισμού από τις αγορές, η οποία όμως στην περίπτωσή μας έχει αφήσει πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Πώς για παράδειγμα είναι δυνατό, όταν ήδη από το 2007 το άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας ήταν 14,5% επί του ΑΕΠ, όταν πρωτοσέλιδο (με εξώφυλλο) δημοσίευμα, με αιχμές για την Ελλάδα, του περιοδικού SPIEGEL με τίτλο «Πότε τελικά ένα κράτος είναι χρεοκοπημένο» στις 26.1.2009, μερικές μέρες μετά την ενημερωτική συνάντηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το έλλειμμα με τον τότε πρωθυπουργό, οι τρεις οίκοι αξιολόγησης συνέχιζαν να κατατάσσουν την Ελλάδα στην απίθανη σχεδόν για χρεοκοπία 42η θέση στην παγκόσμια κατάταξη υποψηφίων χωρών για χρεοκοπία (Μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών του Κιέλου); Ήσαν τα ψευδή στοιχεία, που τους έδινε η ελληνική κυβέρνηση, ήταν η τακτική για διενέργεια γενικά χαλαρών αξιολογήσεων ή η εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων για να προλάβουν κάποιοι να ξεφορτώσουν τα ελληνικά ομόλογα; Η συνέχεια είναι γνωστή, οι οίκοι αξιολόγησης άλλαξαν τακτική, μετά δε και από τις πρόσφατες αποκαλύψεις των καθηγητών Griesbach και Gaertner του ελβετικού πανεπιστημίου St. Gallen περί αυτοεκπληρούμενης προφητείας, έγινε φανερό, ότι ο ρόλος τους υπήρξε καταλυτικός. Με τις αλλεπάλληλες αρνητικές προκυκλικές αξιολογήσεις τους για το ελληνικό χρέος από το τέλος του 2009 και τις αρχές του 2010, επιτάχυναν τις εξελίξεις και οδήγησαν τη χώρα στον αποκλεισμό από τις αγορές χρηματοδότησης, δηλαδή στη de facto χρεοκοπία. Τη σκυτάλη πήραν στη συνέχεια οι άλλες αδύναμες χώρες Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος ακόμη και η Ιταλία και η Γαλλία με αποτέλεσμα να προκαλέσουν μια κρίση τεραστίου μεγέθους, που παραλίγο να οδηγήσει στην κατάρρευση της Ευρωζώνης και του Ευρώ. Για να γίνουμε λοιπόν μια κανονική χώρα πρέπει να πιάσουμε το νήμα από εκεί που κόπηκε την άνοιξη του 2010. Να επανέλθει δηλαδή η χώρα με τα ομόλογά της στην περιοχή αξιολόγησης “investment grade”, όπου μπορούν να επενδυθούν κεφάλαια, όπως των ασφαλιστικών ταμείων, με μακροπρόθεσμο προσανατολισμό χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο. Να αποκατασταθεί, με άλλα λόγια, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Προς το παρόν βρισκόμαστε στην περιοχή “non investment grade”, που είναι περιοχή υψηλού επενδυτικού ρίσκου και μάλιστα 7 βαθμίδες μακριά κατά την Moody’s και 5 κατά την S&P και την Fitch. Η βαθμολόγηση αυτή (Β) αντιστοιχεί σε μια πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας κατά 30% για την επόμενη δεκαετία. Για το λόγο αυτό και τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων είναι ακόμη πολύ υψηλά. Συνεπώς, η άποψη του υπουργού οικονομικών ότι «λίγα μένουν να κάνουμε για να στηριχθούμε στα δικά μας πόδια», απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όχι μόνο επειδή η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε είναι μεγάλη, αλλά κυρίως διότι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν, σε κάθε δε περίπτωση απαιτούν πολύ χρόνο. Κοινός παρονομαστής όλων των οίκων αξιολόγησης είναι δύο σημαντικοί παράγοντες: Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και το ύψος του χρέους. Ο παρονομαστής συνεπώς και ο αριθμητής του κλάσματος που εκφράζει το δείκτη δανεισμού της χώρας. Τα υπόλοιπα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα, η πολιτική σταθερότητα, η αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής, είναι μεν σημαντικά δεν επαρκούν όμως να βγάλουν τη χώρα από την κατηγορία των “σκουπιδιών”. Έτσι και η όλη η προσπάθεια της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, θα πρέπει να επικεντρωθεί στον επηρεασμό αυτών των δύο βασικών παραγόντων, οι οποίοι συνδέονται στενά μεταξύ τους. Το ύψος του χρέους και η ετήσια επιβάρυνση για την εξυπηρέτησή του επιβάλλεται να μειωθεί. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη διαγραφή ενός σημαντικού μέρους, είτε με μια μεγάλη επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων, είτε με τη μείωση των επιτοκίων και τη σταθερότητά τους διαχρονικά, είτε με την ελαστική αποπληρωμή του ανάλογα με την ανάπτυξη της χώρας, είτε με ένα συνδυασμό όλων ή και μερικών από τις παραπάνω εκδοχές απομείωσης. Στόχος μας εδώ θα πρέπει να είναι μια σημαντική μείωση του αριθμητή του κλάσματος. Ο ρυθμός ανάπτυξης, ο δεύτερος σημαντικός παράγων, δείχνει της δυνατότητες που έχει η χώρα τώρα αλλά και στο μέλλον να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Χωρίς ίχνος υπερβολής διαπιστώνεται, ότι στον τομέα αυτό τα τελευταία χρόνια δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτα. Αντίθετα, με την ασκούμενη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, την οποία με ιδιαίτερο ζήλο εφαρμόσαμε, στοχεύοντας στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, και με την επίδραση του γνωστού μας αρνητικού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, καταφέραμε να μειώσουμε το παραγόμενό μας προϊόν κατά 70 δις Ευρώ. Μικρύναμε δηλαδή τον παρονομαστή αντί να τον μεγαλώσουμε. Εκτός όμως από την αρνητική επίδραση της πολιτικής λιτότητας, στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και της αναδιάρθρωσης της οικονομίας, οι παρεμβάσεις παρέμειναν μόνο σε λεκτικό επίπεδο, βαφτίζοντας τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και τις απολύσεις εργαζομένων ως μεταρρυθμίσεις, ενώ η κατάσταση στη λειτουργία του κράτους, στην απονομή δικαιοσύνης, στο φορολογικό σύστημα, στο τραπεζικό σύστημα, αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε. Για να γίνει συνεπώς η Ελλάδα μια κανονική χώρα θα πρέπει να λύσει ή τουλάχιστον να δρομολογήσει αξιόπιστα την αντιμετώπιση αυτών των καίριων προβλημάτων. Μόνο τότε θα επιστρέψει αυτοδύναμα στις αγορές και θα δανείζεται για τις ανάγκες της σε κεφάλαια με όρους αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, εξόδου δηλαδή της χώρας από την κατηγορία των junks, η πτώση των επιτοκίων υπολογίζεται ότι θα είναι της τάξεως των 35-45%. Ταυτόχρονα όμως με την τακτοποίηση των σχέσεών μας με τις αγορές, η άσκηση μιας αποτελεσματικής αναπτυξιακής πολιτικής θα βελτιώσει τις συνθήκες απασχόλησης και θα θέσει τέρμα στον κατήφορο της φτωχοποίησης ενός πολύ μεγάλου τμήματος του λαού μας. ΥΓ. Γιατί « κατά συνθήκην»; Διότι μια χώρα με 1.500.000 ανέργους, με 6,5 εκ. φτωχούς ή απειλούμενους από τη φτώχεια και με 1,5 εκ. ανασφάλιστους, δεν μπορεί να είναι κανονική επειδή απλά θα βγει κάποια στιγμή στις αγορές. Το 2014 ήταν μια χρονιά που οι Έλληνες θα σβήσουμε γρήγορα από τη μνήμη μας. Χωρίς ιδιαίτερα γεγονότα, χωρίς ευχάριστες εκπλήξεις, χωρίς τις μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος. Τα πάντα κινήθηκαν στη ρουτίνα της Τρόικας, της προσαρμογής, της προσμονής για το καλύτερο αύριο που δε βλέπουμε να έρχεται.
Ας προσπαθήσουμε όμως να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη. Η Ελλάδα πάλι, ως συνήθως, χωρισμένη στα δύο. Στους…λογικούς, που, στην πλειοψηφία τους, χωρίς να το πιστεύουν, υλοποιούν και υποστηρίζουν ένα πρόγραμμα που τους επιβλήθηκε, και στους ρεαλιστές, που βλέπουν τα προβλήματα να συσσωρεύονται και να απαιτούν την αλλαγή του. Βασικοί στόχοι και των δύο πλευρών για το 2014, που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και εθνικοί στόχοι, ήσαν δύο. Η απομείωση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο και η δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας. Η κυβέρνηση, μετά από την απόφαση του Νοέμβρη του 2012, που περιείχε τη βούληση των δανειστών, ότι μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος θα υπάρξει συζήτηση για περαιτέρω μείωση του χρέους, κάτι που αποτελεί έμμεση παραδοχή ότι η τότε ρύθμιση είχε γίνει χωρίς να είναι βιώσιμο, άρχισε να υλοποιεί τα προβλεπόμενα από το πρόγραμμα, χωρίς όμως ιδιαίτερο ζήλο, αφού τον Ιούνιο θα είχαμε εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ως γνωστόν οι ψήφοι έχουν προτεραιότητα έναντι των στόχων. Έτσι, στο όνομα του πολιτικού κόστους, καταγράφονται αναβολές στην εφαρμογή μέτρων, στην είσπραξη φόρων αλλά και στη διενέργεια σοβαρών μεταρρυθμίσεων. Αποτέλεσμα; Η υστέρηση σε όλα τα σημεία, ώστε να συγκεντρωθεί ένα πλήθος υποχρεώσεων προς το τέλος της χρονιάς, οι οποίες από τις εξελίξεις φάνηκε ότι ήταν αδύνατο πολιτικά να υλοποιηθούν. Εξακόσια σημεία ο ένας λογαριασμός, 19 βαθιές τομές για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού με μέτρα μόνιμης απόδοσης αλλά και μια σειρά αλλαγών σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας και κοινωνίας, ο άλλος. Μια σειρά από ενέργειες, με οσμή μικροπολιτικών επιλογών, ενώ δεν διευκόλυναν τους βασικούς στόχους, δημιούργησαν τεράστια πρόσθετα προβλήματα στην οικονομία. Από την χωρίς προϋποθέσεις έξοδό μας στις αγορές, έως την επίσκεψη του υπουργού οικονομικών και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στη Νέα Υόρκη για μονομερή και χωρίς όρους έξοδο από το πρόγραμμα του ΔΝΤ καθώς και την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο για τερματισμό του Μνημονίου και αποπομπή της Τρόικας, χωρίς η χώρα να είναι έτοιμη να βγει για άντληση κεφαλαίων από τις αγορές. Όλες αυτές οι κινήσεις εντυπωσιασμού, δημιούργησαν αναστάτωση στους δανειστές, οι αγορές έδειξαν με την αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, ότι με τα σημερινά δεδομένα η χώρα είναι αποκλεισμένη από φρέσκο χρήμα και οι κάθε γης καλοθελητές άρχισαν να πλέκουν σενάρια εξόδου της χώρας από το Ευρώ. Όλα αυτά χωρίς λόγο. Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να διαθέσει τις όποιες διαπραγματευτικές δυνάμεις διέθετε για το βασικό στόχο, που ήταν η απομείωση του χρέους, αναλώθηκε σε συζητήσεις για επιμέρους θέματα. Η διαπραγμάτευση για το χρέος, στη διαδρομή ξεχάστηκε, αφού μάλιστα σε μια κίνηση παρωδίας το ανακηρύξαμε και βιώσιμο. Το ίδιο συνέβη και με το δεύτερο μεγάλο στόχο, που ήταν οι πολιτικές διευκόλυνσης της ανάπτυξης. Καμία αλλαγή στο αναπτυξιακό μοντέλο, καμία βαθιά μεταρρύθμιση στο κράτος, στην φορολογία, στην απονομή δικαιοσύνης. Καμία επιλογή συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, που θα είχαν προτεραιότητα στη στήριξη του κράτους. Οι ριζικές τομές στην εκπαίδευση, στην έρευνα στην καινοτομία, που θα μας οδηγήσουν στην επόμενη μέρα ανύπαρκτες. Η άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση, παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια μια συνέπεια στις θέσεις της. Διαπραγμάτευση για απομείωση του χρέους, αναπτυξιακές πολιτικές, αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού προβλήματος. Ποιος θα είχε αντίρρηση με αυτούς τους στόχους. Το ερώτημα όμως που πλανάται στα χείλη, όσων βλέπουν με συμπάθεια, αλλά και με ρεαλισμό αυτή την πρόταση είναι: Θα τα καταφέρει; Η αντιπολίτευση έχει κατανοήσει και τελικά, όπως φαίνεται από τις τοποθετήσεις των επίσημων εκφραστών της οικονομικής πολιτικής αλλά και στο πρόγραμμα που δημοσιοποιήθηκε, έχει αποδεχθεί, ότι η όποια πολιτική κληθεί να υλοποιήσει θα υπόκειται σε δύο περιορισμούς. Πρώτον στις απαιτήσεις του δημοσιονομικού συμφώνου, που απαιτεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και δεύτερον η όποια ρύθμιση για το χρέος θα πρέπει να προκύψει κατόπιν διαπραγμάτευσης και με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών. Συνεπώς, η προσπάθεια θα πρέπει να κατατείνει στην όσο το δυνατόν καλύτερη εκμετάλλευση των περιθωρίων που υπάρχουν για άσκηση αυτόνομης εθνικής οικονομικής πολιτικής, κάτι που άλλωστε επιχειρείται και από τη Γαλλία αλλά και την Ιταλία. Γνωρίζουμε εκ του αποτελέσματος, ότι το μείγμα πολιτικής που εφαρμόστηκε με κύριο στόχο τη μείωση του κόστους και την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών (οικονομικά της προσφοράς), απέτυχε παταγωδώς. Έτσι, καταρχήν η πρόταση της αντιπολίτευσης για ενίσχυση της ζήτησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα πρέπει πράγματι να δοκιμάσουμε ένα άλλο μείγμα πολιτικής, που να ευνοεί την κατανάλωση κυρίως προϊόντων εγχώριας παραγωγής ενώ αντίστοιχα να αποφευχθούν τέτοιες που να στρέφουν την κατανάλωση προς το εξωτερικό για εισαγόμενα. Η προσεκτική ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων είναι μια καλή πρόταση, αφού οι μελέτες δείχνουν, ότι αυτές οι κοινωνικές ομάδες καταναλώνουν κατά προτίμηση εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Το γεγονός άλλωστε, ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αυτή τη στιγμή διαθέτουν σημαντικές αργούσες παραγωγικές δυνάμεις, οι περισσότερες λειτουργούν με το 20-30% της δυναμικότητάς τους, δείχνει ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί και χωρίς αρχικά τη συμβολή νέων επενδύσεων. Επενδύσεις εκσυγχρονισμού είναι βέβαια αναγκαίες για να μπορέσουν να παραμείνουν βιώσιμες και ανταγωνιστικές, αφού τα τελευταία χρόνια έμειναν πίσω. Η φροντίδα της πολιτείας (ενισχύσεις, τεχνογνωσία, εκπαίδευση, έρευνα, δίοδοι προώθησης), θα πρέπει να αφορά κατά προτεραιότητα στις καινοτόμες, εξωστρεφείς επιχειρήσεις, που υπόσχονται διάρκεια και σταθερές θέσεις εργασίας για το κατά κοινή αναγνώριση καλά εκπαιδευμένο στελεχιακό μας δυναμικό. Προϋπόθεση όμως για να στεφθεί με επιτυχία μια τέτοια πολιτική είναι η επιτυχής έκβαση των διαπραγματεύσεων για το δυσβάσταχτο χρέος. Η αναδιάρθρωσή του προς την κατεύθυνση μιας δραστικής μείωσης των ετήσιων υποχρεώσεων για τόκους και χρεολύσια θα ελευθερώσει πόρους, που αντί να οδηγηθούν στο εξωτερικό με τη μορφή υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων για την πληρωμή των υποχρεώσεων προς τους δανειστές, θα παραμείνουν στην οικονομία προσφέροντας την αναγκαία ρευστότητα που θα βοηθήσει στην ανάκαμψη και στην εκμετάλλευση των ούτως ή άλλως σημαντικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η χώρα για ανάπτυξη και ευημερία του λαού της. Ως αντάλλαγμα για τις όποιες διευκολύνσεις θα μπορούσε να προσφέρει κανείς ένα αξιόπιστο πρόγραμμα βαθιών μεταρρυθμίσεων που έχει η οικονομία και η κοινωνία. Μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν το στίγμα μιας μεγάλης αλλαγής, που θα μας οδηγήσει στην επόμενη ημέρα μιας σύγχρονης Ελλάδας. Στην παιδεία, στην έρευνα, στη διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα, στην απονομή δικαιοσύνης, στο τραπεζικό σύστημα, στη συνεργασία με τις παραγωγικές επιχειρήσεις, στις κρατικές προμήθειες και στις αναθέσεις έργων. Το πολιτικό σύστημα έως τώρα, κατά δήλωση του διευθυντή του ΟΟΣΑ κ. Γκουρία, που γνωρίζει πολύ καλά τα τεκταινόμενα στη χώρα μας, υποκύπτει σε «κρυφές δυνάμεις» που εμποδίζουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις. Τι εννοεί ο ποιητής, είναι εύκολο να μαντέψει κανείς. Εδώ βρίσκεται και το προνομιακό πεδίο μιας νέας κυβέρνησης που δεν έχει δεσμεύσεις από το παρελθόν και μπορεί να χαράξει ένα ελπιδοφόρο μέλλον, βάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού σε νέα βάση, απελευθερώνοντας αποκλεισμένες δυνάμεις προς όφελος του λαού και του τόπου. Εισήγηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος στον Οικονομικό ΤομέαΑν ήθελε κανείς να χαρακτηρίσει τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ευρώπη σχετικά με τη δημοσιονομική διαχείριση, μια λέξη υπάρχει. Πειθαρχία. Περισσότερη πειθαρχία. Αυτή εκφράζεται με την αποδοχή της γερμανικής πρότασης για την εισαγωγή διαδικασιών, ικανών να αποτρέπουν τη δημιουργία νέων ελλειμμάτων, αλλά και να συμβάλλουν στη μείωση των συσσωρευμένων χρεών. Η διαπίστωση, ότι στο αποκορύφωμα της κρίσης 24 από τις 27 χώρες εντάχθηκαν στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν ικανή για να οδηγήσει τις κυβερνήσεις στην αποδοχή αυστηρότερων κανόνων δημοσιονομικής διαχείρισης. Έτσι, υπό την πίεση των γεγονότων, σε μια στιγμή όπου είχε αρχίσει να αμφισβητείται ακόμη και η ίδια η ύπαρξη του Ευρώ, γεννήθηκε το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Βασική συνιστώσα του Συμφώνου είναι το «φρένο χρέους», μια ρήτρα η οποία είχε ήδη υιοθετηθεί από το γερμανικό κοινοβούλιο και έχει περάσει στο σύνταγμα της χώρας από το 2009. Κατά τους εμπνευστές της η νέα εφαρμογή έχει σχεδιασθεί ώστε να ενισχύσει περαιτέρω τις ρυθμίσεις, που προβλέπονται για το θέμα, στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αλλά και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και οι οποίες κρίθηκε ότι δεν ήταν επαρκείς. Στη Σύνοδο Κορυφής της 8 και 9 Δεκεμβρίου του 2011, αποφασίσθηκε η θέσπιση μιας σειράς «κανόνων για έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό σε κάθε κράτος - μέλος της Ευρωζώνης, οι οποίοι θα μεταφέρουν τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην εθνική νομοθεσία, σε επίπεδο συντάγματος ή σε άλλο ισότιμο νομοθετικό επίπεδο». Στις 3 Μαρτίου 2012 υπεγράφη το σύμφωνο από όλες τις χώρες, εκτός της Μεγάλης Βρετανίας και της Τσεχίας, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή την 1.1.2013. Η απόφαση άφησε ανοιχτό το θέμα της υποχρεωτικής εισαγωγής του θεσμού στα εθνικά συντάγματα, κάτι που έδωσε τη δυνατότητα στις επιμέρους χώρες να κάνουν τις δικές τους επιλογές. Η Ελλάδα επέλεξε να ενσωματώσει τη σχετική οδηγία 2011/85/ΕΕ στο Νόμο 4270 της 28 Ιουνίου 2014, αποφεύγοντας προς το παρόν να δεσμευθεί για συνταγματική κατοχύρωση, με το αιτιολογικό ότι για τη χώρα μας το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει του ελληνικού συντάγματος. Έτσι, καλύπτεται η τυπική υποχρέωση μιας έστω οιονεί συνταγματικής πρόβλεψης, ενώ το ερώτημα για τη σκοπιμότητα κατοχύρωσης μιας τέτοιας ενέργειας από πλευράς ουσίας παραμένει. Σ’αυτό το ερώτημα θα γίνει προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις με μοναδικό κριτήριο τη συμβολή ή μη του φρένου χρέους στην επίλυση του προβλήματος της υπερχρέωσης καθώς και στην αναπτυξιακή διαδικασία, που αποτελεί το βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής, αποτέλεσμα της οποίας είναι η βελτίωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου. Βασικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής του ευρωπαϊκού φρένου χρέους Πρώτον, οι προϋπολογισμοί των κρατών πρέπει να είναι ισοσκελισμένοι ή και να εμφανίζουν πλεόνασμα. Ο νέος δανεισμός δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ της χώρας. Ο περιορισμός αναφέρεται στο λεγόμενο διαρθρωτικό έλλειμμα, που προκύπτει αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για συγκυριακούς λόγους. Μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατή η υπέρβαση αυτού του ορίου. Δεύτερον, το συνολικό χρέος μιας χώρας δεν επιτρέπεται να ξεπεράσει το 60% του ΑΕΠ της, κάτι που προέβλεπε επίσης και η συνθήκη του Μάαστριχτ. Τι θα συμβεί όμως αν ένα κράτος παραβιάσει αυτούς τους κανόνες; Αν ο ετήσιος νέος δανεισμός για τη χρηματοδότηση του διαρθρωτικού ελλείμματος, υπερβεί το ανώτατο όριο του 0,5% του ΑΕΠ, τότε ενεργοποιείται αυτόματα η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, κάτι που μόνο με την ψήφο των 2/3 των υπουργών οικονομικών μπορεί να αποτραπεί. Το έλλειμμα εγγράφεται στον λεγόμενο εξισωτικό λογαριασμό και ταυτόχρονα υποβάλλεται από τη χώρα σχέδιο μείωσής του με συγκεκριμένα μέτρα. Έτσι, ανοίγει ο δρόμος για νομιμοποίηση των περικοπών κυρίως στις κοινωνικές δαπάνες, που είναι και το πρώτο θύμα του μηχανισμού. Στην περίπτωση που το συνολικό χρέος της χώρας υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, προβλέπεται δραστική μείωση του υπερβάλλοντος χρέους κατά 5% το χρόνο, ώστε να επανέλθει σε 20 χρόνια στο επίπεδο που απαιτεί η ρήτρα. Ας σημειωθεί, ότι τα 2/3 των χωρών της Ένωσης εμφανίζουν συνολικό χρέος πάνω από το όριο, οι δε χώρες του Νότου θα δυσκολευτούν πολύ να παράγουν τα αναγκαία δημοσιονομικά πλεονάσματα ώστε να ανταποκριθούν σε τόσο μεγάλες απαιτήσεις. Η Ελλάδα, η οποία προς το παρόν εξαιρείται επειδή βρίσκεται σε πρόγραμμα, με τα σημερινά δεδομένα θα χρειαζόταν περί το 6% του ΑΕΠ της για να καλύψει τη ρήτρα. Ρήτρες όμως χωρίς κυρώσεις κατά τους εμπνευστές τους δεν θα είχαν νόημα. Έτσι, προβλέπεται για την υπέρβαση του ελλείμματος πρόστιμο ίσο με το 0,1% του ΑΕΠ της παραβάτριας χώρας, το οποίο καταβάλλεται στο λογαριασμό του ESM. Για τις μεγάλες χώρες το ποσό αυτό μπορεί να ανέρχεται σε μερικά δις Ευρώ. Η μη συμμόρφωση εξάλλου με τη ρήτρα του 60% για το συνολικό χρέος, αποκλείει τη συγκεκριμένη χώρα από την πρόσβαση για βοήθεια στον ESM σε περίπτωση που υπάρξει ανάγκη. Στόχος του νέου θεσμού Είναι σαφές, ότι η θεσμοθέτηση ενός αυτόματου «χρεόφρενου» αποσκοπεί στον αποτελεσματικό περιορισμό των πολιτικών επιλογών, οι οποίες ενίοτε οδηγούν στην αύξηση των ελλειμμάτων και τελικά του συνολικού χρέους. Αυτή είναι η μια όψη. Η άλλη παραπέμπει σε μια προσπάθεια παγίωσης και μάλιστα με ισχύ συνταγματικής πρόβλεψης, δηλαδή χωρίς χρονικό περιορισμό, μιας συντηρητικής νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, η οποία όπως θα δούμε, ούτε αποτελεσματική είναι αλλά ούτε και δίκαιη. Τελική επιδίωξη είναι, η μείωση των χρεών και η οικοδόμηση συνθηκών σταθερής δημοσιονομικής πολιτικής. Για να εξασφαλισθεί αυτό θα πρέπει ο μηχανισμός να φροντίζει, ώστε σε περιόδους οικονομικής έξαρσης να δημιουργούνται δημοσιονομικά πλεονάσματα, τα οποία θα χρησιμοποιούνται σε περιόδους οικονομικής κάμψης για την κάλυψη συγκυριακών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Μακροπρόθεσμα περιορίζεται ή εξαφανίζεται ο καθαρός νέος δανεισμός, ενώ ο λόγος χρέους, σε περίπτωση που προκύψει αύξηση του ΑΕΠ, μειώνεται. Είναι όμως έτσι τα πράγματα? Επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα του θεσμού Για να κρίνει κανείς αντικειμενικά και με επιστημονική ακρίβεια ένα θεσμό θα έπρεπε να έχει δοκιμασθεί στην πράξη, ώστε μέσα από τα αποτελέσματα να διαφανεί η χρησιμότητά του ή όχι. Επειδή στην περίπτωση του φρένου χρέους πρόκειται για έναν νέο αδοκίμαστο μηχανισμό, ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τις πιθανές επιπτώσεις από την εφαρμογή του, είναι η εκτίμηση μέσω προσομοιώσεων. Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν ήδη αρκετές μελέτες, οι οποίες καταπιάνονται με το θέμα, κυρίως όμως σε ότι αφορά τις επιπτώσεις σε μεμονωμένες χώρες. Ανάμεσά τους ξεχωρίσαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Ινστιτούτου του Ιδρύματος για την Επιστήμη και την Πολιτική του Βερολίνου (Καθηγητής Ognian N. Hishow), η οποία αναφέρεται στις επιπτώσεις από μια πιθανή εφαρμογή του μηχανισμού στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαιρουμένων μερικών που εμφάνιζαν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς χωρίς διαρθρωτικά ελλείμματα. Για τις ανάγκες της μελέτης και τη διερεύνηση των πιθανών επιπτώσεων από την εφαρμογή του φρένου χρέους, επελέγησαν τρεις χαρακτηριστικές οικονομικές καταστάσεις. α) μια πολύ καλή το 2007, β) μια φυσιολογική από το 2002 έως και το 2006 και γ) μια πολύ κακή το 2009. Ως κριτήριο χρησιμοποιήθηκε το πιθανό αναπτυξιακό κενό που δημιουργείται από μια ενδεχόμενη εφαρμογή της ρήτρας. Περίπτωση (α) : Όπως ήταν αναμενόμενο, το χρεόφρενο σε περιόδους οικονομικής έξαρσης δεν εμποδίζει την ανάπτυξη, συνεπώς δεν προέκυψε κανένα αναπτυξιακό κενό. Το γεγονός ότι το 2007, παρά τις σημαντικές αυξήσεις του ΑΕΠ, 18 από τα 27 κράτη-μέλη έκλεισαν τον προϋπολογισμό τους με ελλείμματα, δεν οφείλεται σε ανάγκες ενίσχυσης της οικονομικής συγκυρίας, αλλά στην πολιτική δαπανών τους. Περίπτωση (β) : Δε συμβαίνει όμως το ίδιο σε περιόδους ύφεσης ή ασθενικής ανάπτυξης. Εδώ το χρεόφρενο έδειξε ότι λειτουργεί προκυκλικά. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν καταδεικνύουν ότι σ’αυτήν την περίπτωση οι περισσότερες χώρες για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αύξησαν τα διαρθρωτικά τους ελλείμματα, πολύ πάνω από αυτό που θα επέτρεπε η ρήτρα. Ο Μηχανισμός όμως προβλέπει ότι διαρθρωτικά ελλείμματα που υπερβαίνουν το 0,5 % ή το 1% του ΑΕΠ για χώρες που το χρέος τους είναι κάτω από το όριο του 60%, μεταφέρονται υποχρεωτικά σε έναν εξισωτικό λογαριασμό που θα φροντίσει στη συνέχεια για την εξάλειψή τους μέσω μειωμένου καθαρού δανεισμού. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε περιορισμό των δημοσίων δαπανών, ο οποίος βέβαια λειτουργεί ενισχυτικά στην περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. Μια άλλη μελέτη του Ινστιτούτου Μακροοικονομικής Συγκυρίας του Duesseldorf (Καθ. Gustav Horn) για την ίδια περίοδο και για την περίπτωση της Γερμανίας, έδειξε, ότι σε περίπτωση ισχύος του χρεόφρενου η χώρα θα είχε κατά 1,5% μικρότερη ανάπτυξη το χρόνο καθώς και 500.000 εργαζόμενους λιγότερους. Περίπτωση (γ) : Σε περίοδο κρίσης οι αρνητικές επιδράσεις είναι ακόμη χειρότερες. Η εφαρμογή του χρεόφρενου επιτρέπει εδώ βέβαια τη δημιουργία σημαντικών ελλειμμάτων, όπως όμως δείχνουν τα στοιχεία για το 2009, σχεδόν σε όλες τις χώρες τα ελλείμματα ήσαν πολύ μεγαλύτερα για να καλυφθεί το αναπτυξιακό κενό, από εκείνα που θα επέτρεπε το χρεόφρενο. Η εφαρμογή της ρήτρας σ’αυτήν την περίπτωση θα καθιστούσε αναγκαία μια δραστική μείωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων, η οποία σε περιόδους σχετικής στασιμότητας και ανεργίας είναι οικονομικά αδιέξοδη και πολιτικά ανεφάρμοστη. Μάλιστα, όπως διαπιστώνεται σε μελέτη των καθηγητών DeLong και Summers οι περικοπές δαπανών μπορούν να οδηγήσουν και σε μεγαλύτερο χρέος. Είναι σαφές ότι εδώ πρόκειται για ακαδημαϊκά κατασκευάσματα, που όμως δείχνουν ότι τα δημοσιονομικά μεγέθη δεν πρέπει να ορίζονται εξωγενώς με βάση μια σταθερή ρήτρα, αλλά ως μέρος του συστήματος, που διαμορφώνει προϋποθέσεις άσκησης αποτελεσματικής πολιτικής. Άλλωστε, η εθνική δημοσιονομική πολιτική είναι το μόνο εργαλείο που απέμεινε για να χρησιμοποιήσει κανείς ώστε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις μιας αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, που εμφανίζεται διαφορετική από χώρα σε χώρα. Για το σκοπό αυτό οι κυβερνήσεις χρειάζονται μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων από εκείνα που επιτρέπει το φρένο χρέους. Οι σημαντικότερες αδυναμίες Με βάση τα στοιχεία των διαθέσιμων μελετών αλλά και το σκεπτικό που αναπτύχθηκε παραπάνω οδηγούμαστε συνοπτικά στη διαπίστωση των εξής βασικών αδυναμιών του φρένου χρέους. 1. Βασίζεται σε έναν πολύπλοκο μαθηματικό τύπο. Αρκούν μόνο μερικές στατιστικές ανακρίβειες για να παρουσιασθούν πολύ σημαντικά υπολογιστικά λάθη. Το ότι οι τυχόν παρεκκλίσεις καταγράφονται και διορθώνονται μέσω του εξισωτικού λογαριασμού, αυτό δεν επηρεάζει τις αρνητικές συνέπειες της εφαρμογής. Είναι προφανές βέβαια ότι, η ακαδημαϊκή αμφισβήτηση πλήττει την εγκυρότητα του θεσμού. 2. Η άμεση υιοθέτηση του χρεόφρενου θα ήταν εφικτή μόνο σε χώρες που παρουσιάζουν πολύ μικρά διαρθρωτικά ελλείμματα. Για όλες τις άλλες απαιτούνται μεγάλοι χρόνοι προσαρμογής. Είναι γνωστό ότι τα ελλείμματα που δημιούργησαν οι περισσότερες χώρες ήσαν διαρθρωτικά, ενώ η συγκυριακή συνιστώσα ήταν περιορισμένη. Το φρένο χρέους απαιτεί από μια χώρα που υπερβαίνει το διαρθρωτικό της έλλειμμα το 0,5% του ΑΕΠ της να πάρει πρόσθετα περιοριστικά μέτρα, τα οποία είναι πολύ πιθανό να έχουν προκυκλικό χαρακτήρα. Ας σημειωθεί ότι το 2013 18 από τις 27 χώρες παρουσίαζαν διαρθρωτικά ελλείμματα πάνω από το 0,5%, άλλες μεγαλύτερα και άλλες μικρότερα. 3. Σε περιόδους οικονομικής έξαρσης το μέτρο λειτουργεί χωρίς προβλήματα, ενώ αντίθετα σε φάσεις ασθενούς ανάπτυξης απαιτεί διορθωτικά μέτρα. Μια τέτοια προσαρμογή είναι πιθανό να περιορίσει τη ζήτηση και να μειώσει τις αναπτυξιακές δυνατότητες. Αυτό θα είχε ως επακόλουθο τη λήψη περαιτέρω μέτρων. Μετά δε από την εμπειρία των αρνητικών πολλαπλασιαστών για κάθε ένα δις περικοπών προκαλείται πολύ μεγαλύτερη απώλεια στο ΑΕΠ αλλά και στα έσοδα του κράτους. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτή θα ήταν η αρχή ενός καθοδικού φαύλου κύκλου. 4. Εντελώς ακατάλληλο είναι επίσης το φρένο χρέους σε περιπτώσεις έκτακτων αναγκών για τη χρηματοδότηση σημαντικών τομέων της οικονομίας, όπως του τραπεζικού. Για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης το δημόσιο εμφανίζεται ως έσχατος δανειστής με αποτέλεσμα να εκτοξεύεται το διαρθρωτικό έλλειμμα. Στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση τέτοιο πρόβλημα αντιμετώπισαν πολλές χώρες όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και άλλες. Η εφαρμογή του χρεόφρενου το 2010 σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την εκτόξευση των χρεών το 2009. 5. Εναλλακτικές προτάσεις στο φρένο χρέους Στην ανάγκη για να αποκατασταθεί διαρκής νομισματική σταθερότητα στο Ευρωσύστημα, αλλά και να τεθούν οι βάσεις μιας χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, αναφέρονται αρκετοί μελετητές με προτάσεις που απορρίπτουν ή διαφοροποιούνται σημαντικά από το εμφανιζόμενο ως μονόδρομο φρένο χρέους. Σταχυολογώ μερικές από αυτές: Πρόταση 1η: Ένα από τα ισχυρά επιχειρήματα κατά τους υποστηρικτές του φρένου χρέους, είναι η αποκατάσταση της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών. Ακούγεται συχνά, ότι δεν είναι ηθικό οι επόμενες γενιές να πληρώνουν για τα χρέη των προηγούμενων. Κατά τους καθηγητές Bofinger και Horn αυτή είναι μια κοντόφθαλμη ερμηνεία της δικαιοσύνης των γενεών. Πρόκειται για μια παθητική φροντίδα για το μέλλον, αφού εστιάζει στην εξάλειψη των ελλειμμάτων, ενώ αυτό που είναι εξίσου αναγκαίο είναι η ενεργητική φροντίδα, η οποία παρέχει στις επόμενες γενιές καλές υποδομές, μόρφωση, έρευνα, καθαρό περιβάλλον, τα οποία θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται μέσω δανεισμού. Αντί του φρένου χρέους προτείνεται η λύση ενός δεσμευτικού μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού προγράμματος, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει τρεις βασικούς δείκτες: 1. Δημόσιο χρέος/ΑΕΠ 2. Δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις/ΑΕΠ 3. Φόροι και ασφαλιστικές εισφορές/ΑΕΠ Την εποπτεία και τον έλεγχο για την τήρηση των στόχων θα πρέπει να έχει ένα Συμβούλιο Μέλλοντος. Έτσι θα διασφαλίζεται μια καλύτερη κατανομή των βαρών μεταξύ των γενεών, αφού και κατά τον Musgrave οι επόμενες γενιές επωφελούνται από τα αποτελέσματα των επενδύσεων που πραγματοποιεί με χρέη η προηγούμενη. Πρόταση 2η: Σημαντικά διαφοροποιημένη, αλλά στην ίδια κατεύθυνση με τη λογική του φρένου χρέους, κινείται και μια πρόταση του Dennis Snower του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Οικονομία του Κιέλου. Θα πρέπει να θεσπισθεί μόνο μια ρήτρα χρέους, το γνωστό 60% επί του ΑΕΠ και στη συνέχεια κάθε χώρα θα καταθέτει πρόγραμμα για την εκπλήρωση αυτού του στόχου, με ευχέρεια ρύθμισης συγκυριακών θεμάτων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο θα εγκρίνεται και θα ελέγχεται από μια 15μελή Επιτροπή Χρέους, αποτελούμενη από οικονομολόγους κύρους και η οποία θα λειτουργεί ως όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είναι φανερό, ότι και η πρόταση αυτή αναγορεύει ως βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής την εξυπηρέτηση του χρέους, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την απασχόληση, την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό, το ισοζύγιο πληρωμών καθώς και την κατανομή του εισοδήματος. 3η Πρόταση: Στην ανάγκη για την απόκτηση ενός νέου θεσμικού υπόβαθρου, ώστε η δημοσιονομική διαχείριση να είναι διαρκής, συνεκτική και πιο δεσμευτική, αναφέρεται και ο καθηγητής Πάνος Καζάκος σε σχετική εισήγησή του στο ΕΛΙΑΜΕΠ το Νοέμβριο του 2009. Διαπιστώνει την ανάγκη σύστασης ανεξάρτητης αρχής, που θα ασχολείται με οικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις, θα ετοιμάζει εκθέσεις έγκαιρης προειδοποίησης για πιθανούς μακροοικονομικούς κινδύνους και θα λειτουργεί προληπτικά απέναντι σε αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εκτροχιασμό. Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα η σημασία της εγκυρότητας των διαθέσιμων στοιχείων, που εκδίδουν οι στατιστικές αρχές. Καμία επιτροπή και καμία μέθοδος δεν είναι σε θέση να αποτρέψει μια αρνητική εξέλιξη, όταν τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται δεν είναι ειλικρινή. Πρόταση 4η: Άφησα τέλος την πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση του πρώην υπουργού Αλέκου Παπαδόπουλου περί δημιουργίας ενός θεσμού κύρους παρά τω Προέδρω της Δημοκρατίας, συνταγματικά κατοχυρωμένου. Πρόκειται για ένα συμβούλιο αποτελούμενο από 3-5 μέλη (υποθέτω στα πρότυπα του γερμανικού συμβουλίου σοφών), το οποίο δεν θα ασχολείται μόνο με θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης, αλλά και με την αξιολόγηση των χρηματοοικονομικών κινδύνων καθώς και με τον εντοπισμό δυνητικών μακροοικονομικών ανισορροπιών. Η πρόταση αυτή κατάλληλα επεξεργασμένη θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για την επόμενη αναθεώρηση του συντάγματος, επειδή πρόκειται για έναν θεσμό, ο οποίος αντιμετωπίζει τη λειτουργία της οικονομίας και τα προβλήματά της, ως ένα ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά. Η ελληνική εμπειρία άλλωστε δείχνει, ότι θα πρέπει να κινηθούμε προς αυτήν την κατεύθυνση, αφού του εκτροχιασμού του χρέους το 2009 είχε προηγηθεί ο εκτροχιασμός στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήδη το 2007. Μια έγκαιρη και έγκυρη παρέμβαση ενός ανεξάρτητου σοβαρού οργάνου, όπως το προτεινόμενο, θα μπορούσε να αποτρέψει τον κίνδυνο χρεοκοπίας, κάτι που δυστυχώς δεν έκανε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αρκέστηκε απλά στην ανακοίνωση των στοιχείων. Θεωρώ συνεπώς ότι θα ήταν χρήσιμο και ωφέλιμο για τη χώρα η ίδρυση και συνταγματική κατοχύρωση ενός Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, ενώ θα πρέπει να αποφύγουμε μια πρόβλεψη ενός δημοσιονομικού κανόνα, όπως το φρένο χρέους, στο σύνταγμα της χώρας. Ανεξάρτητα όμως από τις δικές μας επιλογές, σε πολλές χώρες της Ένωσης καταγράφονται ήδη αρνητικά αποτελέσματα και μόνο στην προσπάθειά τους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου δημοσιονομικού κανόνα. Η περιοριστική πολιτική που τους έχει επιβληθεί, οδηγεί την Ευρώπη αναπόφευκτα σε μια παρατεταμένη στασιμότητα με ορατό τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού. Για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση είναι αναγκαία η χαλάρωση της δημοσιονομικής και της εισοδηματικής πολιτικής, αφού παρά τις φιλότιμες, αλλά καθυστερημένες προσπάθειες της ΕΚΤ, οι επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής πέφτουν στο κενό, δείχνοντας ότι βρισκόμαστε ήδη στο αδιέξοδο της παγίδας ρευστότητας. Έτσι, παρά τα μηδενικά επιτόκια, παρά τη σημαντική τόνωση από την χαμηλή τιμή του πετρελαίου, παρά τη μεγάλη πτώση του Ευρώ, φοβάμαι ότι η Ευρώπη οδεύει με τραβηγμένο χειρόφρενο σε μια νέα βαθύτερη κρίση, με ότι αυτό συνεπάγεται για το ρόλο της στο διεθνή καταμερισμό δυνάμεων. Κλείνοντας θα μου επιτρέψετε δύο παρατηρήσεις σχετικά με τη συμπλήρωση του οπλοστασίου για ένα αποτελεσματικότερο και δικαιότερο δημοσιονομικό σύστημα. Πρώτον, θα πρέπει εκτός από τον τομέα των δαπανών, που επικεντρώνεται το φρένο χρέους, να υπάρξουν παρεμβάσεις και στον τομέα των εσόδων. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες παρατηρήθηκε ένας ανταγωνισμός στη μείωση των φορολογικών συντελεστών σε εισοδήματα και κέρδη που οδήγησε σε μεγάλες τρύπες στους προϋπολογισμούς. Από την άλλη η πρόταση για επιβολή φόρου επί των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο γνωστός φόρος Tobin, καρκινοβατεί. Στη χώρα μας επίσης θα πρέπει να γίνουν προσπάθειες για να αυξήσουμε τα έσοδα μειώνοντας την απόκλιση από το μέσο όρο της Ένωσης που πριν από την κρίση βρισκόταν στο 6%, με κάποια βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Σε όρους 2009 αυτή η υστέρηση, η φοροδιαφυγή δηλαδή, κόστισε στη χώρα τα τελευταία είκοσι χρόνια περί τα 280 δις Ευρώ, όσο είναι σχεδόν και το δημόσιο χρέος. Δεύτερον, αφού στις περισσότερες χώρες το πρόβλημα της υπερχρέωσης δημιουργήθηκε μέσα από την ανάγκη για τη σωτηρία των τραπεζών, θα πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις στις αιτίες που προκάλεσαν την κρίση. Η σημαντικότερη από αυτές θα ήταν ένας διαχωρισμός των τραπεζών σε επενδυτικές και εμπορικές, ώστε όταν μια επενδυτική τράπεζα, που διαχειρίζεται μεγαλύτερους κινδύνους, αντιμετωπίζει δυσκολίες, να αφήνεται να χρεοκοπήσει, χωρίς να θίγονται ούτε οι καταθέτες αλλά ούτε και οι φορολογούμενοι με την αύξηση του δημοσίου χρέους. Πολύ φοβούμαι, ότι και η νεοσυσταθείσα Τραπεζική Ένωση, με το οπλοστάσιο που διαθέτει, δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια νέα κρίση στο μέλλον, που το πιο πιθανό είναι να προέλθει από τις επενδυτικές δραστηριότητες των εμπορικών τραπεζών. Ας κάνουμε έναν ενδιάμεσο απολογισμό. Βρισκόμαστε μετά από μια διαδρομή πέντε ετών πάλι στο σημείο μηδέν. Αλλεπάλληλα λάθη, τακτικισμοί, παραπληροφόρηση, ασχολία με τα επουσιώδη, όλα στο βωμό της εκλογικής σκοπιμότητας. Το πολιτικό κόστος πάνω απ´ όλα. Και όμως τα πράγματα ήταν καθαρά. Αφού η κυβέρνηση πίστευε, όπως συχνά διατυμπάνιζε, στην ορθότητα του προγράμματος, έπρεπε να πράξει το αυτονόητο. Να προετοιμάσει τη χώρα για την επόμενη μέρα. Να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της και να πάει με όλα τα επιχειρήματά της σε διαπραγματεύσεις για το ένα και μοναδικό θέμα, που είναι η απομείωση του χρέους. Επίσης, να επεξεργασθεί ένα πρόγραμμα εξόδου από την κρίση και ανάταξης της οικονομίας με συγκεκριμένους στόχους, μέτρα υλοποίησης και χρονοδιαγράμματα. Η επιτυχής κατάληξη για το χρέος και η αποδοχή του εθνικού σχεδίου για την αναδιάταξη της οικονομίας, αποτελούν και το διαβατήριο για τις αγορές. Να γίνει δηλαδή η Ελλάδα μια κανονική χώρα. Αντ´ αυτού η κυβέρνηση ανάλωσε την όποια αξιοπιστία είχε αποκτήσει, σε ανούσιες διαπραγματεύσεις όπως για τις 72 ή 100 δόσεις, ωσάν αυτοί που δεν έχουν να πληρώσουν τις 72 δόσεις ξαφνικά θα βρουν χρήματα για τις 100. Έτσι αντί να βρεθούμε στην επόμενη μέρα, βρισκόμαστε πάλι στο 2012. Στο απόλυτο αδιέξοδο. Τελικά θα βγει η προ μηνών πρόβλεψή μου αληθινή, ότι στις εκλογές δεν θα πάμε λόγω της μη εκλογής Προέδρου, αλλά κάτω από το βάρος των προβλημάτων που μας κληροδότησε η εφαρμογή αυτής της αναποτελεσματικής πολιτικής που εφαρμόζουμε! Εκεί που νομίζαμε ότι στον καιρό της κρίσης τα είχαμε δει όλα, η κυβέρνηση φροντίζει να μας εκπλήσσει διαρκώς. Ο σκοπός καλός και πατριωτικός. Να διώξουμε την Τρόικα και έτσι θα αποκτήσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία. Και για να μην τους έρθει απότομα τους ζητήσαμε πρώτα να τους δούμε στο ... Παρίσι, μια πόλη που προσφέρεται για ραντεβουδάκια. Το γεγονός ότι το περιεχόμενο των συνομιλιών θα ήταν το ίδιο, λίγο απασχολούσε τους επικοινωνιακούς φωστήρες. Μετά, αφού δεν μπορέσαμε να τους διώξουμε όλους μαζί, είπαμε να τους στείλουμε έναν έναν. Έτσι, πήγαμε στη Νέα Υόρκη για να πούμε στο ΔΝΤ κατάμουτρα, ότι δεν χρειαζόμαστε ούτε τις συμβουλές του, ούτε τα λεφτά του. Το άκουσαν οι αγορές και έστειλαν τα επιτόκια στα ύψη. Για άλλη μια φορά η προσδοκία για έξοδο στις αγορές εξανεμίσθηκε. Στην ουσία μας είπαν ότι δεν είμαστε έτοιμοι. Κάναμε πως δεν το ακούσαμε και μετά στην ίδια ρότα ζητήσαμε στις Βρυξέλλες να βγούμε από το μνημόνιο. Η απάντηση: Τελειώνετε με τα προαπαιτούμενα για την αξιολόγηση και μετά βλέπουμε. Το καιρασάκι στην τούρτα; Οι 100 δόσεις για τις οφειλές στο δημόσιο. Βάζουμε πρώτα τη Βουλή να ψηφίσει νόμο και την ίδια εβδομάδα καλείται από την Τρόικα να τον πάρει πίσω. Μεγαλύτερη ταπείνωση για τη χώρα δεν πρέπει στα χρονικά να έχει καταγραφεί! Σαν να μην τρέχει τίποτα δεν είδαμε ούτε μια παραίτηση. Χάθηκε τελικά μαζί με την ανεξαρτησία και το φιλότιμο σ'αυτήν την χώρα. Διερωτώμαι πόσες φορές θα πρέπει να το πούμε ακόμη, ότι πρώτα πρέπει να βελτιωθούν τα οικονομικά μεγέθη και μετά θα μας δανείσουν οι αγορές. Να μειωθεί το χρέος και να αρχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία. Στη δημόσια συζήτηση τους τελευταίους μήνες κυριάρχησε ως αποφασιστικό στοιχείο για την επακόλουθη οριοθέτηση των δυνατοτήτων της χώρας να προχωρήσει στη διευθέτηση βασικών ζητημάτων, όπως η διαπραγμάτευση για την απομείωση του χρέους και η ανασύνταξή της για την προώθηση της αναπτυξιακής διαδικασίας, ό κεφαλαιακός έλεγχος των συστημικών τραπεζών. Το γεγονός ότι στα προαπαιτούμενα για την τελευταία αξιολόγηση της Τρόικα δε γίνεται αναφορά στις τράπεζες, σημαίνει ότι προς το παρόν τουλάχιστον δεν τίθεται τυπικά θέμα κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Τα πράγματα όμως δείχνουν, ότι η επάρκεια είναι αναγκαία αλλά όχι και επαρκής συνθήκη για να επιτελέσουν οι τράπεζες τη βασική τους αποστολή που είναι ο εφοδιασμός της πραγματικής οικονομίας με τα αναγκαία κεφάλαια. Είναι γεγονός, ότι η επόμενη μέρα των stress tests βρήκε τις τράπεζες στην ίδια κατάσταση με την προηγούμενη. Τόσο στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, όσο και στην Ελλάδα. Τι άλλαξε λοιπόν μετά τη διαπίστωση ότι, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις για τις οποίες θα ληφθούν υπόψη και κινήσεις ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης που έκαναν μέσα στο 2014 και στις οποίες ανήκουν και τρεις ελληνικές, τελικά πέρασαν τα tests; Τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Στην Ευρώπη το ζητούμενο στα χρόνια της κρίσης είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των τραπεζών. Απλά η μια τράπεζα δε δανείζει την άλλη στη διατραπεζική αγορά και προτιμά να παρκάρει τη ρευστότητά της στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ακόμη και με αρνητικό επιτόκιο. Αν θα αλλάξει κάτι θα φανεί στο προσεχές μέλλον. Επίσης, κατά την Ernst & Young τα σάπια δάνεια στα βιβλία των ευρωπαϊκών τραπεζών ανέρχονταν το 2013 στα 918 δις Ευρώ. Η τάση είναι αυξητική, η δε διαχείριση του προβλήματος γίνεται με το χρόνο δυσχερέστερη. Στην Ελλάδα οι τράπεζες εδώ και 5 χρόνια ασχολούνται αποκλειστικά με τον εαυτό τους. Έχουν χρηματοδοτηθεί μέχρι τώρα με 40 δις, αν προσθέσουμε δε και το κόστος για τον αναβαλλόμενο φόρο, θα πλησιάσουν τα 45-50. Ποια είναι η μέχρι τώρα προσφορά τους μέσα στην κρίση για τις θυσίες των φορολογούμενων πολιτών; Καμία ή σχεδόν καμία. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια προχώρησαν σε απομόχλευση των δανείων, δηλαδή σε επιστροφή κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις στις τράπεζες, στο ύψος των 40 δις περίπου. Μόνο το 10μηνο του 2014 η αρνητική πιστωτική επέκταση ήταν κατά την Τράπεζα της Ελλάδος 3,5% δηλ. στα 8,5 δις περίπου. Αντί λοιπόν να ενισχυθεί η πραγματική οικονομία με ρευστότητα, αφαιρείται από τις επιχειρήσεις, οι οποίες προσπαθούν, με τα όποια ταμειακά διαθέσιμα κατέχουν, να χρηματοδοτήσουν τη δραστηριότητά τους. Τα κόκκινα δάνεια από την άλλη αυξάνονται και απειλούν την όποια πρόσκαιρη κεφαλαιακή επάρκεια απέκτησαν. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις, εφόσον επιτύχουν στην πράξη, θα δώσουν μια ανάσα, δεν είναι πάντως σε θέση να βελτιώσουν ικανοποιητικά τους ισολογισμούς τους. Αν δε προσθέσει κανείς και τα «ρυθμισμένα» αλλά ανεπαρκώς εξυπηρετούμενα, ξεπερνούν το 50% των χρηματοδοτήσεων. Μέσα σ’αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον αποτελεί ακόμη ζητούμενο ο τρόπος εφοδιασμού των βιώσιμων επιχειρήσεων με ρευστότητα, αναγκαίος όρος για να ανακάμψει η αποδυναμωμένη από τη μακρόχρονη ύφεση ελληνική οικονομία. Η εφημερίδα Financial Times δημοσίευσε σήμερα τα αποτελέσματα της έρευνας doing business της Παγκόσμιας Τράπεζας με τον τίτλο: " Ποιες χώρες πρέπει να αποφεύγετε για να κάνετε επενδύσεις" (Βλ. Πίνακα παρακάτω). Στα δικά μας κεντρικά δελτία ειδήσεων αναφέρεται ότι, η Ελλάδα κέρδισε 4 θέσεις στην κατάταξη και από την 65η θέση ανέκαμψε στην 61η. Χαράς ευαγγέλια για όσους προσπαθούν να διαστρεβλώσουν τα πραγματικά δεδομένα απευθυνόμενοι σε έναν λαό, που ή δε γνωρίζει τη σημασίακάποιων θεμάτων ή που επιθυμεί μέσα στις δυσκολίες να πιαστεί από κάτι, ακόμη και αν έιναι ψέμα.
Δυστυχώς η χώρα μας δεν είναι και ο καλύτερος τόπος εγκατάστασης για μια ξένη επένδυση. Απέραντη γραφειοκρατία και διαφθορά, ασταθές φορολογικό σύστημα, ατέλειωτοι χρόνοι απονομής δικαιοσύνης, ακριβή ενέργεια, ανύπαρκτη τραπεζική χρηματοδότηση, κακές υποδομές κ.α. Σε αυτούς τους αποφασιστικούς τομείς δεν έχει γίνει καμιά μεταρρύθμιση. Αν γίνουν, τότε θα γίνει και η χώρα μας ελκυστική για επενδύσεις και θα βελτιωθεί ουσιαστικά και η θέση μας στους πίνακες διεθνούς κατάταξης! -Στο Μιλάνο συζητούν οι αρχηγοί των κρατών της Ε.Ε. για τη χαμένη γεννιά. Για τα θύματα της κρίσης, που δεν προέκυψαν από κάποια φυσική καταστροφή, αλλά από λανθασμένες επιλογές, σε Ευρώπη και Ελλάδα. Τα παιδιά της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιταλίας ακόμη και της Γαλλίας δεν βλέπουν μέλλον στον τόπο τους. Και σαν μην έφτανε αυτό, η Γερμανία επιμένει στην ίδια καταστροφική πολιτική. Η Ευρώπη κατά την κ. Μέρκελ θα ανακάμψει μόνο μέσω των ιδιωτικών επενδύσεων. Παραβλέπει την απλή αλήθεια ότι σε περιόδους στασιμότητας, οι επιχειρηματίες μειώνουν την έκθεσή τους στο δανεισμό και δεν κάνουν βέβαια επενδύσεις. Χωρίς επενδύσεις όμως ούτε ανάπτυξη θα έχουμε, ούτε μείωση της ανεργίας. Στη φάση αυτή, εκείνο που βοηθάει, είναι η αύξηση των προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων. Αυτές φέρνουν απασχόληση και εισοδήματα. Μετά ακολουθούν και οι ιδιώτες. -Το πρόβλημα, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, είναι πολύ μεγάλο, γι αυτό και οι παρεμβάσεις θα πρέπει να είναι γενναίες. Πάνω από όλα όμως θα πρέπει να πιστέψουν στην αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, κάτι που δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ελπίζω να μη γίνει αυτό, όταν η ζημιά σε οικονομία και πληθυσμό στην Ευρώπη, θα είναι ανεπανόρθωτα μεγάλη. -Άλλος ένας προυπολογισμός λιτότητας κατατέθηκε στη Βουλή για το 2015. Προβλέπει αύξηση των εσόδων από φόρους 1 δις Ευρώ, μείωση των πρωτογενών δαπανών κατά 600 εκ. και μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 450 εκ. Παρ´όλα αυτά τα περιοριστικά μέτρα κατά τους συντάκτες η οικονομία θα ανακάμψει άκουσον, άκουσον κατά 2,9%. Που στηρίζεται η πρόβλεψη; Θα ´εχουμε λέει 11,7% αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ φέτος αναμένεται, παρά την πρόβλεψη για αύξηση 5,4%, μάλλον μηδενική μεταβολή. Ακολουθεί επίσης πρόβλεψη για αύξηση κατά 1,6% της κατανάλωσης, παρά τις περικοπές στο νέο μισθολόγιο των Δημοσίων Υπαλλήλων, καθώς και μια σειρά από αστήρικτες υποθέσεις για παράγοντες, οι οποίοι ούτε καν εμμέσως δεν έχουν σχέση με το σχηματισμό του Ακαθάριστου Εθνικού Προιόντος. -Συμπέρασμα; Ξεχειλίζουμε από αισιοδοξία καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις στο κοινό για να κυλάει ο χρόνος. Χωρίς όμως μια γενναία αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων καθώς και μια αναγκαία αναδιάρθρωση του τραπεζικού μας συστήματος και των κόκκινων δανείων του, ιδιωτικές επενδύσεις δεν είναι δυνατό να υπάρξουν, συνεπώς και ανάπτυξη. |
Καθ. Χ. ΓκότσηςΆρθρα & Προβληματισμοί Αρχείο
September 2015
Categories |