Στη δημόσια συζήτηση τους τελευταίους μήνες κυριάρχησε ως αποφασιστικό στοιχείο για την επακόλουθη οριοθέτηση των δυνατοτήτων της χώρας να προχωρήσει στη διευθέτηση βασικών ζητημάτων, όπως η διαπραγμάτευση για την απομείωση του χρέους και η ανασύνταξή της για την προώθηση της αναπτυξιακής διαδικασίας, ό κεφαλαιακός έλεγχος των συστημικών τραπεζών. Το γεγονός ότι στα προαπαιτούμενα για την τελευταία αξιολόγηση της Τρόικα δε γίνεται αναφορά στις τράπεζες, σημαίνει ότι προς το παρόν τουλάχιστον δεν τίθεται τυπικά θέμα κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Τα πράγματα όμως δείχνουν, ότι η επάρκεια είναι αναγκαία αλλά όχι και επαρκής συνθήκη για να επιτελέσουν οι τράπεζες τη βασική τους αποστολή που είναι ο εφοδιασμός της πραγματικής οικονομίας με τα αναγκαία κεφάλαια.
Είναι γεγονός, ότι η επόμενη μέρα των stress tests βρήκε τις τράπεζες στην ίδια κατάσταση με την προηγούμενη. Τόσο στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, όσο και στην Ελλάδα.
Τι άλλαξε λοιπόν μετά τη διαπίστωση ότι, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις για τις οποίες θα ληφθούν υπόψη και κινήσεις ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης που έκαναν μέσα στο 2014 και στις οποίες ανήκουν και τρεις ελληνικές, τελικά πέρασαν τα tests; Τίποτα ή σχεδόν τίποτα.
Στην Ευρώπη το ζητούμενο στα χρόνια της κρίσης είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των τραπεζών. Απλά η μια τράπεζα δε δανείζει την άλλη στη διατραπεζική αγορά και προτιμά να παρκάρει τη ρευστότητά της στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ακόμη και με αρνητικό επιτόκιο. Αν θα αλλάξει κάτι θα φανεί στο προσεχές μέλλον.
Επίσης, κατά την Ernst & Young τα σάπια δάνεια στα βιβλία των ευρωπαϊκών τραπεζών ανέρχονταν το 2013 στα 918 δις Ευρώ. Η τάση είναι αυξητική, η δε διαχείριση του προβλήματος γίνεται με το χρόνο δυσχερέστερη.
Στην Ελλάδα οι τράπεζες εδώ και 5 χρόνια ασχολούνται αποκλειστικά με τον εαυτό τους. Έχουν χρηματοδοτηθεί μέχρι τώρα με 40 δις, αν προσθέσουμε δε και το κόστος για τον αναβαλλόμενο φόρο, θα πλησιάσουν τα 45-50. Ποια είναι η μέχρι τώρα προσφορά τους μέσα στην κρίση για τις θυσίες των φορολογούμενων πολιτών; Καμία ή σχεδόν καμία.
Τα τέσσερα τελευταία χρόνια προχώρησαν σε απομόχλευση των δανείων, δηλαδή σε επιστροφή κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις στις τράπεζες, στο ύψος των 40 δις περίπου. Μόνο το 10μηνο του 2014 η αρνητική πιστωτική επέκταση ήταν κατά την Τράπεζα της Ελλάδος 3,5% δηλ. στα 8,5 δις περίπου.
Αντί λοιπόν να ενισχυθεί η πραγματική οικονομία με ρευστότητα, αφαιρείται από τις επιχειρήσεις, οι οποίες προσπαθούν, με τα όποια ταμειακά διαθέσιμα κατέχουν, να χρηματοδοτήσουν τη δραστηριότητά τους.
Τα κόκκινα δάνεια από την άλλη αυξάνονται και απειλούν την όποια πρόσκαιρη κεφαλαιακή επάρκεια απέκτησαν. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις, εφόσον επιτύχουν στην πράξη, θα δώσουν μια ανάσα, δεν είναι πάντως σε θέση να βελτιώσουν ικανοποιητικά τους ισολογισμούς τους. Αν δε προσθέσει κανείς και τα «ρυθμισμένα» αλλά ανεπαρκώς εξυπηρετούμενα, ξεπερνούν το 50% των χρηματοδοτήσεων.
Μέσα σ’αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον αποτελεί ακόμη ζητούμενο ο τρόπος εφοδιασμού των βιώσιμων επιχειρήσεων με ρευστότητα, αναγκαίος όρος για να ανακάμψει η αποδυναμωμένη από τη μακρόχρονη ύφεση ελληνική οικονομία.
Είναι γεγονός, ότι η επόμενη μέρα των stress tests βρήκε τις τράπεζες στην ίδια κατάσταση με την προηγούμενη. Τόσο στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, όσο και στην Ελλάδα.
Τι άλλαξε λοιπόν μετά τη διαπίστωση ότι, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις για τις οποίες θα ληφθούν υπόψη και κινήσεις ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης που έκαναν μέσα στο 2014 και στις οποίες ανήκουν και τρεις ελληνικές, τελικά πέρασαν τα tests; Τίποτα ή σχεδόν τίποτα.
Στην Ευρώπη το ζητούμενο στα χρόνια της κρίσης είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των τραπεζών. Απλά η μια τράπεζα δε δανείζει την άλλη στη διατραπεζική αγορά και προτιμά να παρκάρει τη ρευστότητά της στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ακόμη και με αρνητικό επιτόκιο. Αν θα αλλάξει κάτι θα φανεί στο προσεχές μέλλον.
Επίσης, κατά την Ernst & Young τα σάπια δάνεια στα βιβλία των ευρωπαϊκών τραπεζών ανέρχονταν το 2013 στα 918 δις Ευρώ. Η τάση είναι αυξητική, η δε διαχείριση του προβλήματος γίνεται με το χρόνο δυσχερέστερη.
Στην Ελλάδα οι τράπεζες εδώ και 5 χρόνια ασχολούνται αποκλειστικά με τον εαυτό τους. Έχουν χρηματοδοτηθεί μέχρι τώρα με 40 δις, αν προσθέσουμε δε και το κόστος για τον αναβαλλόμενο φόρο, θα πλησιάσουν τα 45-50. Ποια είναι η μέχρι τώρα προσφορά τους μέσα στην κρίση για τις θυσίες των φορολογούμενων πολιτών; Καμία ή σχεδόν καμία.
Τα τέσσερα τελευταία χρόνια προχώρησαν σε απομόχλευση των δανείων, δηλαδή σε επιστροφή κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις στις τράπεζες, στο ύψος των 40 δις περίπου. Μόνο το 10μηνο του 2014 η αρνητική πιστωτική επέκταση ήταν κατά την Τράπεζα της Ελλάδος 3,5% δηλ. στα 8,5 δις περίπου.
Αντί λοιπόν να ενισχυθεί η πραγματική οικονομία με ρευστότητα, αφαιρείται από τις επιχειρήσεις, οι οποίες προσπαθούν, με τα όποια ταμειακά διαθέσιμα κατέχουν, να χρηματοδοτήσουν τη δραστηριότητά τους.
Τα κόκκινα δάνεια από την άλλη αυξάνονται και απειλούν την όποια πρόσκαιρη κεφαλαιακή επάρκεια απέκτησαν. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις, εφόσον επιτύχουν στην πράξη, θα δώσουν μια ανάσα, δεν είναι πάντως σε θέση να βελτιώσουν ικανοποιητικά τους ισολογισμούς τους. Αν δε προσθέσει κανείς και τα «ρυθμισμένα» αλλά ανεπαρκώς εξυπηρετούμενα, ξεπερνούν το 50% των χρηματοδοτήσεων.
Μέσα σ’αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον αποτελεί ακόμη ζητούμενο ο τρόπος εφοδιασμού των βιώσιμων επιχειρήσεων με ρευστότητα, αναγκαίος όρος για να ανακάμψει η αποδυναμωμένη από τη μακρόχρονη ύφεση ελληνική οικονομία.