Τελικά η ασάφεια μπορεί να βλάπτει σοβαρά τη χώρα, αποτελεί όμως αποτελεσματικό (;) όπλο για την άγρα ψήφων. Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το σκεπτικό των υποστηρικτών της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, αφού η επιχειρηματολογία τους δείχνει ξεκάθαρα ή ότι υπάρχει πλήρης άγνοια της λειτουργίας των θεσμών ή ότι σκόπιμα στοχεύει στην παραπλάνηση του κοινού.
Αφετηρία αποτελεί η απόφαση για μονομερή «κατάργηση των Μνημονίων και των αποικιακών δανειακών συμβάσεων υποθήκευσης του μέλλοντός μας». Έτσι η χώρα θα καταστεί ανεξάρτητη, χωρίς κηδεμόνες, θα ασκεί αυτόνομη οικονομική και κοινωνική πολιτική χωρίς ελέγχους, οι δε τύχες του λαού μας δεν θα εξαρτώνται από τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών κέντρων εξουσίας, αλλά από εκείνες μιας κυρίαρχης ελληνικής κυβέρνησης. Αναγνωρίζουν βέβαια, ότι εμπόδιο για να γίνουν αυτά αποτελεί η συμμετοχή μας στη «νομισματική φυλακή» της Ευρωζώνης, συνεπώς θα πρέπει να αποχωρήσουμε από το Ευρώ και να επιστρέψουμε στη Δραχμή. Από την άλλη αφήνουν ανοιχτό το θέμα της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επειδή γνωρίζουν ότι τότε αρχίζουν τα πολύ δύσκολα.
Όμως, οι δημοσιονομικές υποχρεώσεις της χώρας μας, από τις οποίες εξαρτάται και ο βαθμός αυτονομίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, άρα και περιορισμού της ανεξαρτησίας, δεν προέρχονται από τη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη, αλλά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η χώρα μας βρίσκεται μεταξύ των 25 χωρών που ψήφισαν και υπέγραψαν το περίφημο «Δημοσιονομικό Σύμφωνο» στις 2 Μαρτίου 2012, το οποίο επικυρώθηκε από τη Βουλή με 194 ψήφους στις 28 του ιδίου μήνα. Σ’αυτό προβλέπεται η υποχρέωση τήρησης ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και η λειτουργία ενός φρένου για το δημόσιο χρέος.
Για να θεωρείται ο προϋπολογισμός ισοσκελισμένος θα πρέπει το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης να μην υπερβαίνει το 3%, ενώ το διαρθρωτικό το 0,5%. Κάθε υπέρβαση θα τιμωρείται με τσουχτερό πρόστιμο υπολογιζόμενο ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
Το κριτήριο του δημοσίου χρέους είναι ακόμη αυστηρότερο, αφού στόχος είναι η μείωσή του στα όρια του Μάαστριχτ του 60% επί του ΑΕΠ. Το ποσό που βρίσκεται πάνω από αυτή την οροφή θα πρέπει κάθε χρόνο να μειώνεται κατά το 1/20. Αυτό σημαίνει π.χ. για την Ελλάδα, ότι είναι υποχρεωμένη να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα 9% το χρόνο!
Είναι σαφές ότι οι δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει είναι πράγματι σκληρές και κατά τεκμήριο πολλές απραγματοποίητες, όμως μέχρι να υπάρξουν κάποιες αλλαγές αυτές ισχύουν για όλες τις χώρες. Ταυτόχρονα η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. συνδέεται με σημαντικά οφέλη, τα οποία προέρχονται είτε από τις μόνιμες διαρθρωτικού τύπου ενισχύσεις (ΕΣΠΑ, αγροτικές επιδοτήσεις, προγράμματα ανεργίας), είτε από πολιτικές ενίσχυσης της ανάπτυξης (πακέτο Γιούνκερ και πακέτο Ντράγκι), όπως επίσης και από χρηματοδοτικές ενισχύσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (μεγάλα έργα).
Μια ηρωική έξοδος από τα δεσμά της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάκτηση της ανεξαρτησίας μας, εκτός από τα εθνικά προβλήματα ασφαλείας που θα δημιουργήσει, σημαίνει ταυτόχρονα και την απώλεια σημαντικών πόρων στους οποίους στηρίζεται κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια στη χώρα. Η συμμετοχή της συνεπώς στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που αποτελεί τη βασική της στρατηγική επιλογή για πάνω από 60 χρόνια, είναι και θα πρέπει να παραμείνει αδιαπραγμάτευτη.
Αφετηρία αποτελεί η απόφαση για μονομερή «κατάργηση των Μνημονίων και των αποικιακών δανειακών συμβάσεων υποθήκευσης του μέλλοντός μας». Έτσι η χώρα θα καταστεί ανεξάρτητη, χωρίς κηδεμόνες, θα ασκεί αυτόνομη οικονομική και κοινωνική πολιτική χωρίς ελέγχους, οι δε τύχες του λαού μας δεν θα εξαρτώνται από τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών κέντρων εξουσίας, αλλά από εκείνες μιας κυρίαρχης ελληνικής κυβέρνησης. Αναγνωρίζουν βέβαια, ότι εμπόδιο για να γίνουν αυτά αποτελεί η συμμετοχή μας στη «νομισματική φυλακή» της Ευρωζώνης, συνεπώς θα πρέπει να αποχωρήσουμε από το Ευρώ και να επιστρέψουμε στη Δραχμή. Από την άλλη αφήνουν ανοιχτό το θέμα της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επειδή γνωρίζουν ότι τότε αρχίζουν τα πολύ δύσκολα.
Όμως, οι δημοσιονομικές υποχρεώσεις της χώρας μας, από τις οποίες εξαρτάται και ο βαθμός αυτονομίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, άρα και περιορισμού της ανεξαρτησίας, δεν προέρχονται από τη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη, αλλά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η χώρα μας βρίσκεται μεταξύ των 25 χωρών που ψήφισαν και υπέγραψαν το περίφημο «Δημοσιονομικό Σύμφωνο» στις 2 Μαρτίου 2012, το οποίο επικυρώθηκε από τη Βουλή με 194 ψήφους στις 28 του ιδίου μήνα. Σ’αυτό προβλέπεται η υποχρέωση τήρησης ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και η λειτουργία ενός φρένου για το δημόσιο χρέος.
Για να θεωρείται ο προϋπολογισμός ισοσκελισμένος θα πρέπει το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης να μην υπερβαίνει το 3%, ενώ το διαρθρωτικό το 0,5%. Κάθε υπέρβαση θα τιμωρείται με τσουχτερό πρόστιμο υπολογιζόμενο ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
Το κριτήριο του δημοσίου χρέους είναι ακόμη αυστηρότερο, αφού στόχος είναι η μείωσή του στα όρια του Μάαστριχτ του 60% επί του ΑΕΠ. Το ποσό που βρίσκεται πάνω από αυτή την οροφή θα πρέπει κάθε χρόνο να μειώνεται κατά το 1/20. Αυτό σημαίνει π.χ. για την Ελλάδα, ότι είναι υποχρεωμένη να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα 9% το χρόνο!
Είναι σαφές ότι οι δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει είναι πράγματι σκληρές και κατά τεκμήριο πολλές απραγματοποίητες, όμως μέχρι να υπάρξουν κάποιες αλλαγές αυτές ισχύουν για όλες τις χώρες. Ταυτόχρονα η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. συνδέεται με σημαντικά οφέλη, τα οποία προέρχονται είτε από τις μόνιμες διαρθρωτικού τύπου ενισχύσεις (ΕΣΠΑ, αγροτικές επιδοτήσεις, προγράμματα ανεργίας), είτε από πολιτικές ενίσχυσης της ανάπτυξης (πακέτο Γιούνκερ και πακέτο Ντράγκι), όπως επίσης και από χρηματοδοτικές ενισχύσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (μεγάλα έργα).
Μια ηρωική έξοδος από τα δεσμά της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάκτηση της ανεξαρτησίας μας, εκτός από τα εθνικά προβλήματα ασφαλείας που θα δημιουργήσει, σημαίνει ταυτόχρονα και την απώλεια σημαντικών πόρων στους οποίους στηρίζεται κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια στη χώρα. Η συμμετοχή της συνεπώς στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που αποτελεί τη βασική της στρατηγική επιλογή για πάνω από 60 χρόνια, είναι και θα πρέπει να παραμείνει αδιαπραγμάτευτη.