Υπάρχει μια αρχή που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς. Όταν μια επιχείρηση κάνει κέρδη να τα καρπώνεται ο επιχειρηματίας, ενώ αντίθετα όταν γράφει ζημιές να τις πληρώνει ο ίδιος. Αυτός ο κανόνας ισχύει για όλους τους κλάδους, εκτός από έναν. Τις τράπεζες. Για την κυριολεξία τις μεγάλες τράπεζες, τις λεγόμενες και συστημικές.
Οι τράπεζες κερδίζουν αστρονομικά ποσά, όταν η οικονομία ακμάζει, ενώ σε περιόδους κρίσης καλείται το κράτος να αναλάβει τις ζημιές τους. Ο λόγος είναι απλός: Πρόκειται για οργανισμούς που είναι «too big to fail», όπου δηλαδή δε μπορεί να ακολουθηθεί η συνήθης πτωχευτική διαδικασία, αφού οι επιπτώσεις που θα προκύψουν από μια τέτοια ενέργεια είναι τεράστιες για το σύνολο της οικονομίας.
Το πάθημα από την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση μας δίδαξε, ότι η διάσωση των τραπεζών οδήγησε ολόκληρες χώρες στα όρια της χρεοκοπίας, σε κάθε δε περίπτωση κόστισε ακριβά στους φορολογούμενους πολίτες.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι προέρχονται από τον τομέα του «investment banking» και όχι από τις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες. Έτσι και η πρόταση Barnier στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, να φέρουν απέναντι στην Ενιαία Εποπτική Αρχή το βάρος της απόδειξης, ότι από τη δραστηριότητά τους δεν πηγάζει κάποιος συστημικός κίνδυνος, είναι πλήρως δικαιολογημένη. Σε αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει οι τράπεζες να αποχωρισθούν το πολύ επικερδές γι’ αυτές επενδυτικό τους κομμάτι ή τουλάχιστον να αυξήσουν σημαντικά την κεφαλαιακή τους βάση.
Ο διαχωρισμός της παραδοσιακής τραπεζικής από τη ριψοκίνδυνη επενδυτική, προφυλάσσει τόσο τους καταθέτες όσο και τους φορολογούμενους από απώλειες, προερχόμενες από δραστηριότητες που περιέχουν κινδύνους, χωρίς τη συγκατάθεσή τους ή ακόμη και εν αγνοία τους.
Αντί λοιπόν οι ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες να αντιδρούν να αναλάβουν την υποχρέωση του βάρους της απόδειξης της μη τοξικής τους λειτουργίας, θα πρέπει να γνωρίζουν, ότι η επόμενη λύση θα είναι ο διαχωρισμός των εργασιών (μοντέλο ΗΠΑ) ή μια γενναία κεφαλαιακή ενίσχυσή τους (μοντέλο Μεγ. Βρετανίας). Οι εποχές που μπορούσαν να έχουν και την πίτα ακέραια και το σκύλο χορτάτο έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Οι τράπεζες κερδίζουν αστρονομικά ποσά, όταν η οικονομία ακμάζει, ενώ σε περιόδους κρίσης καλείται το κράτος να αναλάβει τις ζημιές τους. Ο λόγος είναι απλός: Πρόκειται για οργανισμούς που είναι «too big to fail», όπου δηλαδή δε μπορεί να ακολουθηθεί η συνήθης πτωχευτική διαδικασία, αφού οι επιπτώσεις που θα προκύψουν από μια τέτοια ενέργεια είναι τεράστιες για το σύνολο της οικονομίας.
Το πάθημα από την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση μας δίδαξε, ότι η διάσωση των τραπεζών οδήγησε ολόκληρες χώρες στα όρια της χρεοκοπίας, σε κάθε δε περίπτωση κόστισε ακριβά στους φορολογούμενους πολίτες.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι προέρχονται από τον τομέα του «investment banking» και όχι από τις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες. Έτσι και η πρόταση Barnier στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, να φέρουν απέναντι στην Ενιαία Εποπτική Αρχή το βάρος της απόδειξης, ότι από τη δραστηριότητά τους δεν πηγάζει κάποιος συστημικός κίνδυνος, είναι πλήρως δικαιολογημένη. Σε αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει οι τράπεζες να αποχωρισθούν το πολύ επικερδές γι’ αυτές επενδυτικό τους κομμάτι ή τουλάχιστον να αυξήσουν σημαντικά την κεφαλαιακή τους βάση.
Ο διαχωρισμός της παραδοσιακής τραπεζικής από τη ριψοκίνδυνη επενδυτική, προφυλάσσει τόσο τους καταθέτες όσο και τους φορολογούμενους από απώλειες, προερχόμενες από δραστηριότητες που περιέχουν κινδύνους, χωρίς τη συγκατάθεσή τους ή ακόμη και εν αγνοία τους.
Αντί λοιπόν οι ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες να αντιδρούν να αναλάβουν την υποχρέωση του βάρους της απόδειξης της μη τοξικής τους λειτουργίας, θα πρέπει να γνωρίζουν, ότι η επόμενη λύση θα είναι ο διαχωρισμός των εργασιών (μοντέλο ΗΠΑ) ή μια γενναία κεφαλαιακή ενίσχυσή τους (μοντέλο Μεγ. Βρετανίας). Οι εποχές που μπορούσαν να έχουν και την πίτα ακέραια και το σκύλο χορτάτο έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.