Η έννοια της μεταρρύθμισης έχει υποστεί τελευταία μια βάναυση, σκόπιμη αλλοίωση. Η κρατούσα νεοσυντηρητική, παλαιοφιλελεύθερη άποψη στη Γερμανία, αλλά και αλλού, έπρεπε για να εφαρμόσει τις πολιτικές κατεδάφισης κοινωνικών, εργασιακών, οικονομικών και πολιτικών κατακτήσεων, που διαφοροποιούσαν το ευρωπαϊκό από τα άλλα μοντέλα ανάπτυξης των μεγάλων κρατικών σχηματισμών, να βρει ένα ελκυστικό περιτύλιγμα. Έτσι, αντί της ανασυγκρότησης εκ βάθρων συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, προς την κατεύθυνση μιας καλύτερης και αποδοτικότερης λειτουργίας με στόχο τη βελτίωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου, στα χρόνια της κρίσης ονομάζονται μεταρρυθμίσεις, οι απολύσεις, οι περικοπές, η εκποίηση δημόσιας περιουσίας, η συρρίκνωση των πάντων.
Απάντηση σ’αυτήν τη λαίλαπα, δίνει εν μέρει το νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής που βασίζεται στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Στο πλαίσιο ενός καλά επεξεργασμένου σχεδίου ανασυγκρότησης της οικονομίας μας, κοινωνικά δίκαιου αλλά και αποτελεσματικού, ο σχεδιασμός αλλά και η εφαρμογή μιας δέσμης μεταρρυθμίσεων, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια διαχρονικά διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Οι μεταρρυθμίσεις θα λειτουργήσουν υποστηρικτικά μιας πολιτικής ενίσχυσης της ζήτησης εγχώριων προϊόντων, που θα προέλθει από το πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας και το πακέτο Γιουνκέρ των 2 δις, με στόχο την αξιοποίηση της αργούσας, λόγω ύφεσης, παραγωγικής δυναμικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ θα διευκολύνουν τόσο στη διενέργεια νέων επενδύσεων για την επέκταση της παραγωγικής βάσης και την αύξηση της απασχόλησης, όσο και στις εξαγωγές.
Για την εφαρμογή ενός αξιόπιστου προγράμματος ριζικών μεταρρυθμίσεων, είναι απαραίτητες δύο προϋποθέσεις:
α) Πολιτική αποφασιστικότητα, σε συνδυασμό με την κοινωνική αποδοχή, και β) Ικανότητα του κράτους και των εμπλεκόμενων φορέων να τις αναπτύξουν και να τις υλοποιήσουν.
Με φανερή την πίεση για καταστρατήγηση τη έννοιας της μεταρρύθμισης η κυβέρνηση φαίνεται διατεθειμένη να παρουσιάσει στους θεσμούς τρεις δέσμες ουσιαστικών παρεμβάσεων:
Πρώτον, δομικές αλλαγές που σχετίζονται με την πολυνομία, τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό, την απονομή δικαιοσύνης, το ασφαλιστικό, την έρευνα και ανάπτυξη, το περιουσιολόγιο, το κτηματολόγιο, συμβάσεις έργων και προμηθειών κ.α.
Δεύτερον, αλλαγές με δημοσιονομικό κόστος ή όφελος. Φορολογικά, ΦΠΑ, ενδοομηλικές συναλλαγές, λαθρεμπόριο καυσίμων και τσιγάρων, τυχερά παιχνίδια κ.α. Εδώ θα κριθεί το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τρίτον, ιδιωτικοποιήσεις με τη μέθοδο της κοινής αξιοποίησης με τον ιδιωτικό τομέα με στόχο την ανάπτυξη και τη συμβολή τους στα ασφαλιστικά ταμεία.
Τελικός στόχος η δημιουργία ενός σύγχρονου, ανταγωνιστικού κράτους, που θα είναι σε θέση να κρατήσει βηματισμό με τις άλλες σύγχρονες οικονομίες και κοινωνίες. Μεγαλύτερος εχθρός; H έλλειψη χρόνου.
Απάντηση σ’αυτήν τη λαίλαπα, δίνει εν μέρει το νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής που βασίζεται στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Στο πλαίσιο ενός καλά επεξεργασμένου σχεδίου ανασυγκρότησης της οικονομίας μας, κοινωνικά δίκαιου αλλά και αποτελεσματικού, ο σχεδιασμός αλλά και η εφαρμογή μιας δέσμης μεταρρυθμίσεων, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια διαχρονικά διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Οι μεταρρυθμίσεις θα λειτουργήσουν υποστηρικτικά μιας πολιτικής ενίσχυσης της ζήτησης εγχώριων προϊόντων, που θα προέλθει από το πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας και το πακέτο Γιουνκέρ των 2 δις, με στόχο την αξιοποίηση της αργούσας, λόγω ύφεσης, παραγωγικής δυναμικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ θα διευκολύνουν τόσο στη διενέργεια νέων επενδύσεων για την επέκταση της παραγωγικής βάσης και την αύξηση της απασχόλησης, όσο και στις εξαγωγές.
Για την εφαρμογή ενός αξιόπιστου προγράμματος ριζικών μεταρρυθμίσεων, είναι απαραίτητες δύο προϋποθέσεις:
α) Πολιτική αποφασιστικότητα, σε συνδυασμό με την κοινωνική αποδοχή, και β) Ικανότητα του κράτους και των εμπλεκόμενων φορέων να τις αναπτύξουν και να τις υλοποιήσουν.
Με φανερή την πίεση για καταστρατήγηση τη έννοιας της μεταρρύθμισης η κυβέρνηση φαίνεται διατεθειμένη να παρουσιάσει στους θεσμούς τρεις δέσμες ουσιαστικών παρεμβάσεων:
Πρώτον, δομικές αλλαγές που σχετίζονται με την πολυνομία, τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό, την απονομή δικαιοσύνης, το ασφαλιστικό, την έρευνα και ανάπτυξη, το περιουσιολόγιο, το κτηματολόγιο, συμβάσεις έργων και προμηθειών κ.α.
Δεύτερον, αλλαγές με δημοσιονομικό κόστος ή όφελος. Φορολογικά, ΦΠΑ, ενδοομηλικές συναλλαγές, λαθρεμπόριο καυσίμων και τσιγάρων, τυχερά παιχνίδια κ.α. Εδώ θα κριθεί το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τρίτον, ιδιωτικοποιήσεις με τη μέθοδο της κοινής αξιοποίησης με τον ιδιωτικό τομέα με στόχο την ανάπτυξη και τη συμβολή τους στα ασφαλιστικά ταμεία.
Τελικός στόχος η δημιουργία ενός σύγχρονου, ανταγωνιστικού κράτους, που θα είναι σε θέση να κρατήσει βηματισμό με τις άλλες σύγχρονες οικονομίες και κοινωνίες. Μεγαλύτερος εχθρός; H έλλειψη χρόνου.