Είναι αλήθεια ότι οι ελληνικές τράπεζες το τελευταίο διάστημα βάλλονται από πολλές πλευρές. Στην αρχή ήταν η απόφαση της ελβετικής κεντρικής τράπεζας να αποδεσμεύσει το Φράγκο από το Ευρώ. Έτσι, οι τράπεζες αναγκάσθηκαν να αυξήσουν τους διαθεσίμους τίτλους για ενέχυρο, ώστε να διατηρήσουν στο ίδιο επίπεδο τις πιστωτικές τους γραμμές. Με την έκθεσή τους γύρω στα 8,5 δις στην Ελβετία, επιβαρύνθηκαν με σημαντικό κόστος, κάτι που θα βρει αντανάκλαση και στην ενδεχόμενη κερδοφορία τους.
Στη συνέχεια, από τις αρχές Δεκεμβρίου, άρχισαν οι εκροές καταθέσεων, λόγω της διαφαινόμενης πολιτικής αστάθειας, αλλά και των αλλεπάλληλων δηλώσεων σημαντικών παραγόντων της απελθούσας κυβέρνησης προς εκφοβισμό των πολιτών-ψηφοφόρων, με θύμα τις καταθέσεις. Αποτέλεσμα; Mέχρι τη συμφωνία της 20/2 με το Eurogroup, έφυγαν από τις τράπεζες γύρω στα 22 δις Ευρώ. Ένα τεράστιο ποσό, το οποίο ελπίζεται με την ομαλοποίηση του πολιτικού αλλά και του οικονομικού βίου, ότι στο μεγαλύτερο μέρος του θα επιστρέψει στις τράπεζες.
Στο μεταξύ, ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ντράγκι για να πιέσει την Ελλάδα, αλλά και τους δανειστές της να προχωρήσουν σε μια συμφωνία, σταμάτησε από τις 11/2 να χορηγεί ρευστότητα στις τράπεζές μας, μη δεχόμενος τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο, αφού κατά τη άποψή του δεν καλύπτονταν από πρόγραμμα. Συνέχισε όμως να παρέχει ρευστότητα μέσω του εκτάκτου μηχανισμού ELA, όπου όμως το επιτόκιο (1,5%) είναι πολύ ακριβότερο. Συνολικά, οι τράπεζες μας αυτή τη στιγμή έχουν μια συνολική έκθεση σε ΕΚΤ και ELA που ανέρχεται στα 87,4 δις Ευρώ.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τα τρομακτικά μεγέθη (40% του συνόλου), από τη μη εξυπηρέτηση των δανείων, αντιλαμβανόμαστε σε ποια οικτρά θέση βρίσκονται οι τράπεζές μας.
Μεγάλος χαμένος της ιστορίας είναι βέβαια η πραγματική οικονομία. Με τον καθαρό δανεισμό προς τις επιχειρήσεις να μειώνεται από μήνα σε μήνα, συντηρείται δυστυχώς ένα κλίμα επιστροφής κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις προς τις τράπεζες, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Μελέτες δείχνουν, ότι όχι μόνο το 70% των χρηματοδοτικών αιτημάτων, κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μένει ανικανοποίητο, αλλά και βασικές ανάγκες για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών, αγορά πρώτων υλών, ενδιάμεσων προϊόντων κλπ., δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν, με αποτέλεσμα να ακυρώνονται παραγγελίες και να μειώνεται η παραγωγή, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Είναι γεγονός, ότι για χρόνια τώρα, παρά τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις, που κόστισαν στον κρατικό προϋπολογισμό περί τα 41 δις Ευρώ, οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στην αποστολή τους. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να δημιουργήσουμε ένα μηχανισμό παράκαμψης (by pass) των συστημικών τραπεζών, με την ίδρυση μιας αναπτυξιακής τράπεζας, η οποία θα συγκεντρώνει τους όποιους διαθέσιμους πόρους μπορούμε να κινητοποιήσουμε και να τους προωθεί στην πραγματική οικονομία. Αυτή η κίνηση θα έπρεπε να έχει γίνει από το ξεκίνημα της κρίσης, αφού οι συνέπειές της για τις τράπεζες ήσαν προδιαγεγραμμένες. Ότι συνεπώς δεν έγινε χθες, ας γίνει σήμερα, αλλά χωρίς καθυστέρηση. Αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να επιστρέψει η χώρα σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που τόσο έχει ανάγκη.
Στη συνέχεια, από τις αρχές Δεκεμβρίου, άρχισαν οι εκροές καταθέσεων, λόγω της διαφαινόμενης πολιτικής αστάθειας, αλλά και των αλλεπάλληλων δηλώσεων σημαντικών παραγόντων της απελθούσας κυβέρνησης προς εκφοβισμό των πολιτών-ψηφοφόρων, με θύμα τις καταθέσεις. Αποτέλεσμα; Mέχρι τη συμφωνία της 20/2 με το Eurogroup, έφυγαν από τις τράπεζες γύρω στα 22 δις Ευρώ. Ένα τεράστιο ποσό, το οποίο ελπίζεται με την ομαλοποίηση του πολιτικού αλλά και του οικονομικού βίου, ότι στο μεγαλύτερο μέρος του θα επιστρέψει στις τράπεζες.
Στο μεταξύ, ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ντράγκι για να πιέσει την Ελλάδα, αλλά και τους δανειστές της να προχωρήσουν σε μια συμφωνία, σταμάτησε από τις 11/2 να χορηγεί ρευστότητα στις τράπεζές μας, μη δεχόμενος τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο, αφού κατά τη άποψή του δεν καλύπτονταν από πρόγραμμα. Συνέχισε όμως να παρέχει ρευστότητα μέσω του εκτάκτου μηχανισμού ELA, όπου όμως το επιτόκιο (1,5%) είναι πολύ ακριβότερο. Συνολικά, οι τράπεζες μας αυτή τη στιγμή έχουν μια συνολική έκθεση σε ΕΚΤ και ELA που ανέρχεται στα 87,4 δις Ευρώ.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τα τρομακτικά μεγέθη (40% του συνόλου), από τη μη εξυπηρέτηση των δανείων, αντιλαμβανόμαστε σε ποια οικτρά θέση βρίσκονται οι τράπεζές μας.
Μεγάλος χαμένος της ιστορίας είναι βέβαια η πραγματική οικονομία. Με τον καθαρό δανεισμό προς τις επιχειρήσεις να μειώνεται από μήνα σε μήνα, συντηρείται δυστυχώς ένα κλίμα επιστροφής κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις προς τις τράπεζες, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Μελέτες δείχνουν, ότι όχι μόνο το 70% των χρηματοδοτικών αιτημάτων, κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μένει ανικανοποίητο, αλλά και βασικές ανάγκες για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών, αγορά πρώτων υλών, ενδιάμεσων προϊόντων κλπ., δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν, με αποτέλεσμα να ακυρώνονται παραγγελίες και να μειώνεται η παραγωγή, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Είναι γεγονός, ότι για χρόνια τώρα, παρά τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις, που κόστισαν στον κρατικό προϋπολογισμό περί τα 41 δις Ευρώ, οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στην αποστολή τους. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να δημιουργήσουμε ένα μηχανισμό παράκαμψης (by pass) των συστημικών τραπεζών, με την ίδρυση μιας αναπτυξιακής τράπεζας, η οποία θα συγκεντρώνει τους όποιους διαθέσιμους πόρους μπορούμε να κινητοποιήσουμε και να τους προωθεί στην πραγματική οικονομία. Αυτή η κίνηση θα έπρεπε να έχει γίνει από το ξεκίνημα της κρίσης, αφού οι συνέπειές της για τις τράπεζες ήσαν προδιαγεγραμμένες. Ότι συνεπώς δεν έγινε χθες, ας γίνει σήμερα, αλλά χωρίς καθυστέρηση. Αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να επιστρέψει η χώρα σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που τόσο έχει ανάγκη.