Στα θετικά της συμφωνίας με το Eurogroup της 20/2 καταγράφονται η πίστωση χρόνου, η αποφυγή λήψης μέτρων λιτότητας καθώς και η σύνδεση της παραγωγής του πρωτογενούς πλεονάσματος με την πορεία της οικονομίας. Στον αντίποδα για να κλείσει ουσιαστικά η 5η αξιολόγηση η κυβέρνηση προσέφερε τη λίστα μεταρρυθμίσεων, η οποία μέχρι τέλη Απριλίου, αρχής γενομένης από το Eurogroup της 9/3, θα πρέπει να εξειδικευθεί αλλά και να αρχίσει να εφαρμόζεται.
Αυτό που δεν πήραμε ήταν χρήματα. Τόσο για την κάλυψη των άμεσων χρηματοδοτικών μας αναγκών, όσο και για τη χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Πώς εκτιμάται μακροοικονομικά η νέα κατάσταση; Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μια στροφή στην ασκούμενη πολιτική, όχι όμως και για αλλαγή. Το γεγονός, ότι δεν προβλέπεται η λήψη νέων υφεσιακών μέτρων από μόνο του δεν επαρκεί για να λειτουργήσει επεκτατικά στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ενεργού ζήτησης, αφού και ο υπό αναμόρφωση προϋπολογισμός που θα υλοποιηθεί, θα πρέπει όχι μόνο να είναι ισοσκελισμένος, αλλά και να παρουσιάσει και ένα έστω μικρό πρωτογενές πλεόνασμα.
Έτσι, με τα σημερινά δεδομένα όλα δείχνουν, ότι διασφαλίζεται μια μακροοικονομική ισορροπία, η οποία όμως χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό ανεργίας αλλά και στασιμότητα.
Για την επανεκκίνηση της οικονομίας και τη δημιουργία συνθηκών διατηρήσιμης ανάπτυξης, χρειάζονται τρία πράγματα:
Πρώτον, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των οικονομικών παραγόντων στο κράτος. Είναι απαραίτητη η δημιουργία σταθερού, φιλικού προς τις επενδύσεις περιβάλλοντος, χωρίς αιφνιδιασμούς και αδικαιολόγητα κόστη, τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά τη λειτουργία μιας επιχείρησης. Πρόκειται για τη σημαντικότερη μεταρρυθμιστική παρέμβαση που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Δεύτερον, η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, το οποίο να ανταποκρίνεται στη βασική του αποστολή, που είναι η τροφοδότηση της πραγματικής οικονομίας με ρευστότητα. Οι παρεμβάσεις στη δομή του συστήματος, όπως ήταν αναμενόμενο, δυστυχώς δεν απέδωσαν. Χρειαζόμαστε ένα τραπεζικό bypass, μια παράκαμψη των συστημικών τραπεζών με τη δημιουργία μιας αναπτυξιακής τράπεζας, που θα συγκεντρώνει όλους τους διαθέσιμους πόρους και θα τους κατευθύνει κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που λόγω μεγέθους, είναι αποκλεισμένες από άλλες πηγές χρηματοδότησης.
Τρίτον, είναι αναγκαίο στο πλαίσιο της επικείμενης διαπραγμάτευσης για το μεγάλο ζήτημα της απομείωσης του χρέους να προκύψει και ένα αναπτυξιακό πακέτο για επενδύσεις στη χώρα. Μπορεί να γίνει μέσω μιας δραστικότερης συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με κεφάλαια τα οποία θα πηγαίνουν, με τη μεσολάβηση της νέας αναπτυξιακής τράπεζας, στις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ενισχυθεί και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο είναι αναγκαίο να μην επιβαρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα, στο πλαίσιο μιας επαναφοράς του χρυσού κανόνα.
Είναι καιρός να αφήσουμε τον ΟΔΔΗΧ και το υπουργείο οικονομικών να ασχολούνται, χωρίς τυμπανοκρουσίες, με τη διαχείριση των χρηματοδοτικών υποχρεώσεων και οι υπόλοιποι να σκύψουμε πάνω στα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας με αναλύσεις, προτάσεις αλλά και πρακτικές λύσεις.
Αυτό που δεν πήραμε ήταν χρήματα. Τόσο για την κάλυψη των άμεσων χρηματοδοτικών μας αναγκών, όσο και για τη χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Πώς εκτιμάται μακροοικονομικά η νέα κατάσταση; Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μια στροφή στην ασκούμενη πολιτική, όχι όμως και για αλλαγή. Το γεγονός, ότι δεν προβλέπεται η λήψη νέων υφεσιακών μέτρων από μόνο του δεν επαρκεί για να λειτουργήσει επεκτατικά στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ενεργού ζήτησης, αφού και ο υπό αναμόρφωση προϋπολογισμός που θα υλοποιηθεί, θα πρέπει όχι μόνο να είναι ισοσκελισμένος, αλλά και να παρουσιάσει και ένα έστω μικρό πρωτογενές πλεόνασμα.
Έτσι, με τα σημερινά δεδομένα όλα δείχνουν, ότι διασφαλίζεται μια μακροοικονομική ισορροπία, η οποία όμως χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό ανεργίας αλλά και στασιμότητα.
Για την επανεκκίνηση της οικονομίας και τη δημιουργία συνθηκών διατηρήσιμης ανάπτυξης, χρειάζονται τρία πράγματα:
Πρώτον, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των οικονομικών παραγόντων στο κράτος. Είναι απαραίτητη η δημιουργία σταθερού, φιλικού προς τις επενδύσεις περιβάλλοντος, χωρίς αιφνιδιασμούς και αδικαιολόγητα κόστη, τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά τη λειτουργία μιας επιχείρησης. Πρόκειται για τη σημαντικότερη μεταρρυθμιστική παρέμβαση που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Δεύτερον, η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, το οποίο να ανταποκρίνεται στη βασική του αποστολή, που είναι η τροφοδότηση της πραγματικής οικονομίας με ρευστότητα. Οι παρεμβάσεις στη δομή του συστήματος, όπως ήταν αναμενόμενο, δυστυχώς δεν απέδωσαν. Χρειαζόμαστε ένα τραπεζικό bypass, μια παράκαμψη των συστημικών τραπεζών με τη δημιουργία μιας αναπτυξιακής τράπεζας, που θα συγκεντρώνει όλους τους διαθέσιμους πόρους και θα τους κατευθύνει κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που λόγω μεγέθους, είναι αποκλεισμένες από άλλες πηγές χρηματοδότησης.
Τρίτον, είναι αναγκαίο στο πλαίσιο της επικείμενης διαπραγμάτευσης για το μεγάλο ζήτημα της απομείωσης του χρέους να προκύψει και ένα αναπτυξιακό πακέτο για επενδύσεις στη χώρα. Μπορεί να γίνει μέσω μιας δραστικότερης συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με κεφάλαια τα οποία θα πηγαίνουν, με τη μεσολάβηση της νέας αναπτυξιακής τράπεζας, στις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ενισχυθεί και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο είναι αναγκαίο να μην επιβαρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα, στο πλαίσιο μιας επαναφοράς του χρυσού κανόνα.
Είναι καιρός να αφήσουμε τον ΟΔΔΗΧ και το υπουργείο οικονομικών να ασχολούνται, χωρίς τυμπανοκρουσίες, με τη διαχείριση των χρηματοδοτικών υποχρεώσεων και οι υπόλοιποι να σκύψουμε πάνω στα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας με αναλύσεις, προτάσεις αλλά και πρακτικές λύσεις.