Βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν από τις εθνικές εκλογές, όπου τα σημαντικότερα θέματα που απασχολούν τη χώρα τα τελευταία 6 χρόνια είναι ανοικτά. Τι θα γίνει με το υπέρογκο δημόσιο χρέος; Πως θα μπορέσουμε να ανατάξουμε την οικονομία μας; Έχει η Ελλάδα ελπίδα να γίνει μια κανονική χώρα;
Η εφαρμοσμένη οικονομική πολιτική δίνει απαντήσεις σ’αυτά τα ερωτήματα, πάντα όμως με την επιφύλαξη της αβεβαιότητας. Στο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς, οι πολιτικές που μπορούν να εφαρμοσθούν κινούνται σε δύο κατευθύνσεις.
Η πρώτη επιλογή είναι εκείνη που δοκιμάσαμε τα τελευταία πέντε χρόνια. Πρόκειται για τις πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης, της μείωσης δηλαδή του κόστους παραγωγής των προϊόντων, μέσω μείωσης μισθών και κοινωνικών παροχών κυρίως, την πολιτική λιτότητας ή τα οικονομικά της προσφοράς στη γλώσσα των οικονομολόγων.
Στόχος είναι η αύξηση των πωλήσεων με τη μείωση των τιμών, η αύξηση της παραγωγής, η αύξηση της απασχόλησης και τελικά η αύξηση των εξαγωγών.
Τι πετύχαμε από όλα αυτά; Απλά τίποτα. Η βιομηχανική παραγωγή μειώνεται συνεχώς, επιχειρήσεις διακόπτουν τη λειτουργία τους, η ανεργία έφτασε το 27%, οι εξαγωγές πέφτουν.
Συνεπώς η πολιτική αυτή είναι αδιέξοδη, προκαλεί ζημιά στην οικονομία και κοινωνία, δεν προσφέρει καμία προοπτική εξόδου ούτε από την κρίση, αλλά ούτε και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Η δεύτερη επιλογή είναι εκείνη που στηρίζεται στην ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων και στην τόνωση της κατανάλωσης, τα οικονομικά δηλαδή της ζήτησης.
Όταν μια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση ή στασιμότητα, όπου το παραγωγικό δυναμικό της χώρας παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανενεργό, δεν αρκεί μόνο να παράγεις φθηνά προϊόντα, θα πρέπει να υπάρξει και ζήτηση στην αγορά για να διατεθούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως η ψυχολογία και των καταναλωτών, που ούτως ή άλλως έχουν μειωμένα εισοδήματα, αλλά και των επιχειρηματιών είναι αρνητική.
Εδώ παρεμβαίνει το κράτος με την ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, βελτιώνει τις υποδομές του, δημιουργεί απασχόληση και εισοδήματα και στη συνέχεια ακολουθούν και οι επιχειρήσεις με τις δικές τους επενδύσεις, επειδή άλλαξαν οι προσδοκίες τους και από αρνητικές έγιναν θετικές. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνουν οι πολλαπλασιαστές που φροντίζουν για τη συνέχιση και επιτάχυνση της ανοδικής πορείας.
Μια τέτοια πολιτική έχει ανάγκη και η Ευρώπη αλλά πιο πολύ η Ελλάδα. Απαραίτητες προϋποθέσεις όμως είναι, η ρύθμιση του χρέους, η κατάθεση ενός μεσοπρόθεσμου εθνικού σχεδίου αναθέρμανσης της οικονομίας καθώς και η επεξεργασία ενός πακέτου μεταρρυθμίσεων για την ανασυγκρότηση της χώρας.
Η εφαρμοσμένη οικονομική πολιτική δίνει απαντήσεις σ’αυτά τα ερωτήματα, πάντα όμως με την επιφύλαξη της αβεβαιότητας. Στο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς, οι πολιτικές που μπορούν να εφαρμοσθούν κινούνται σε δύο κατευθύνσεις.
Η πρώτη επιλογή είναι εκείνη που δοκιμάσαμε τα τελευταία πέντε χρόνια. Πρόκειται για τις πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης, της μείωσης δηλαδή του κόστους παραγωγής των προϊόντων, μέσω μείωσης μισθών και κοινωνικών παροχών κυρίως, την πολιτική λιτότητας ή τα οικονομικά της προσφοράς στη γλώσσα των οικονομολόγων.
Στόχος είναι η αύξηση των πωλήσεων με τη μείωση των τιμών, η αύξηση της παραγωγής, η αύξηση της απασχόλησης και τελικά η αύξηση των εξαγωγών.
Τι πετύχαμε από όλα αυτά; Απλά τίποτα. Η βιομηχανική παραγωγή μειώνεται συνεχώς, επιχειρήσεις διακόπτουν τη λειτουργία τους, η ανεργία έφτασε το 27%, οι εξαγωγές πέφτουν.
Συνεπώς η πολιτική αυτή είναι αδιέξοδη, προκαλεί ζημιά στην οικονομία και κοινωνία, δεν προσφέρει καμία προοπτική εξόδου ούτε από την κρίση, αλλά ούτε και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Η δεύτερη επιλογή είναι εκείνη που στηρίζεται στην ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων και στην τόνωση της κατανάλωσης, τα οικονομικά δηλαδή της ζήτησης.
Όταν μια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση ή στασιμότητα, όπου το παραγωγικό δυναμικό της χώρας παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανενεργό, δεν αρκεί μόνο να παράγεις φθηνά προϊόντα, θα πρέπει να υπάρξει και ζήτηση στην αγορά για να διατεθούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως η ψυχολογία και των καταναλωτών, που ούτως ή άλλως έχουν μειωμένα εισοδήματα, αλλά και των επιχειρηματιών είναι αρνητική.
Εδώ παρεμβαίνει το κράτος με την ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, βελτιώνει τις υποδομές του, δημιουργεί απασχόληση και εισοδήματα και στη συνέχεια ακολουθούν και οι επιχειρήσεις με τις δικές τους επενδύσεις, επειδή άλλαξαν οι προσδοκίες τους και από αρνητικές έγιναν θετικές. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνουν οι πολλαπλασιαστές που φροντίζουν για τη συνέχιση και επιτάχυνση της ανοδικής πορείας.
Μια τέτοια πολιτική έχει ανάγκη και η Ευρώπη αλλά πιο πολύ η Ελλάδα. Απαραίτητες προϋποθέσεις όμως είναι, η ρύθμιση του χρέους, η κατάθεση ενός μεσοπρόθεσμου εθνικού σχεδίου αναθέρμανσης της οικονομίας καθώς και η επεξεργασία ενός πακέτου μεταρρυθμίσεων για την ανασυγκρότηση της χώρας.