Η μεγαλύτερη διαρθρωτική αλλαγή, που έγινε στη χώρα , είναι η αναδιάρθρωση του τραπεζικού μας συστήματος. Μέσα σε τρία χρόνια εξαφανίσθηκαν 11 τράπεζες, γιγαντώθηκαν τέσσερις, που χαρακτηρίσθηκαν συστημικές, ενώ μία κατάφερε να ανακεφαλαιοποιηθεί μόνη της, για να θυμίσει στους εμπνευστές της μεταρρύθμισης, ότι τίποτα δεν είναι τέλειο.
Το ερώτημα, αν οι αλλαγές αυτές τελικά θα βοηθήσουν αρχικά για να ξεπεράσουμε την κρίση και στη συνέχεια για να ορθοποδήσει η οικονομία, είναι ακόμη πολύ νωρίς για να απαντηθεί, έχουμε όμως τις επιφυλάξεις μας. Η υπερσυγκέντρωση του συστήματος, είναι βέβαιο, ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κυρίως σ’αυτές που δραστηριοποιούνται σε ειδικούς κλάδους. Χωρίς συνεπώς κάποιες εξειδικευμένες τράπεζες καθώς και κάποιες μικρές ή μεσαίες που να είναι σε θέση να αντιληφθούν τις ανάγκες των πελατών τους και να αφουγκραστούν τα προβλήματα που ανακύπτουν σε όλες τις φάσεις υλοποίησης των επενδυτικών τους σχεδίων, το τραπεζικό μας σύστημα χωλαίνει. Άλλωστε, σε καμιά χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχουν μόνο μεγάλες τράπεζες, αλλά πλαισιώνονται και από τοπικές, ειδικές, κλαδικές κλπ. Το κενό που δημιουργείται, αν δεν καλυφθεί, είναι πιθανό να συμπληρωθεί με τη διείσδυση ξένων τραπεζών, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Βασική αποστολή των τραπεζών είναι, η συγκέντρωση των αποταμιεύσεων του κοινού και η διοχέτευσή τους στην πραγματική οικονομία. Προς το παρόν δεν κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Οι αποταμιεύσεις, όχι πάντα με δική τους ευθύνη, μειώθηκαν τον Οκτώβριο στα 164,3 δις Ευρώ και βρέθηκαν σε επίπεδα Νοεμβρίου του 2005. Τα υψηλά επιτόκια καταθέσεων τα προηγούμενα χρόνια φαίνεται δεν ήσαν ικανά να αντισταθμίσουν μια σειρά από παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την αποταμίευση. Αλλεπάλληλες δηλώσεις για χρεοκοπία της χώρας, για κούρεμα των καταθέσεων, για κατασχέσεις αλλά και οι αυξανόμενες ανάγκες των πολιτών για συντήρηση του επιπέδου διαβίωσης και πληρωμής των τακτικών και έκτακτων λογαριασμών της εφορίας, ήσαν μερικοί απ’αυτούς. Έλληνες και ξένοι αξιωματούχοι, αλλά και αναλυτές έκαναν τα πάντα, ώστε η όποια εμπιστοσύνη υπήρχε στο τραπεζικό μας σύστημα να φθάσει στο Ναδίρ. Κυβερνήσεις και Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος ευθύνονται εδώ για άστοχους χειρισμούς, οι οποίοι ακόμη συνεχίζονται. Ας σημειωθεί δε, ότι ανάπτυξη χωρίς αποταμίευση είναι αδύνατη.
Η άλλη πηγή άντλησης κεφαλαίων, η διατραπεζική αγορά, έχει κλίσει ήδη με το ξέσπασμα της κρίσης. Για να επανέλθουν οι τράπεζες και να αντλήσουν κεφάλαια θα πρέπει να έχουν λυθεί όχι μόνο τα δικά τους προβλήματα φερεγγυότητας αλλά και του κράτους. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Η χρηματοδοτική δραστηριότητα εξάλλου των τραπεζών, καθόλου δεν βοήθησε στην επιβίωση ή και ανάπτυξη των επιχειρήσεων από την οποία εξαρτάται και η δική τους ύπαρξη. Οι επιχειρήσεις είχαν να αντιμετωπίσουν απαιτήσεις για άμεση επιστροφή δανείων, περικοπές πιστωτικών γραμμών, υψηλά επιτόκια, αφού οι τράπεζες εκτός από το αυξημένο γι’αυτές κόστος άντλησης κεφαλαίων, υπολόγιζαν και ένα περιθώριο πάνω από 2%, ανεβάζοντας έτσι το κόστος χρήματος σε επίπεδα όπου καμία ελληνική επιχείρηση δεν μπορεί να αντέξει στο διεθνή ανταγωνισμό.
Σε ετήσια βάση ο δανεισμός προς τις επιχειρήσεις μειώνεται, στο βωμό της απομόχλευσης, με ρυθμό πάνω από 4%, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ξεπέρασαν το 30% του συνόλου. Η κατάσταση είναι εκρηκτική. Αιτία, η μείωση του ΑΕΠ κατά 25% και η συνακόλουθη πτώση των πωλήσεων, η χαμηλή κερδοφορία και τα υψηλά επιτόκια.
Οι αυξημένες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, τους αφαιρούν κάθε σκέψη για επενδύσεις και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες είναι τόσο μεγάλες, ώστε μόνο για κεφάλαια κίνησης να απαιτούνται, όπως αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη της Grant Thornton, 4,2 δις Ευρώ. Συνεπώς κάθε σκέψη για κάλυψη των δανειακών αναγκών του δημοσίου μέσω εντόκων γραμματίων μέχρι τον Απρίλιο, όπως προτείνεται, θα αποβεί εις βάρος της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, αφού τα κεφάλαια θα προέλθουν αποκλειστικά από τις ελληνικές τράπεζες. Οι ανάγκες σε κεφάλαια για την επανεκκίνηση της οικονομίας είναι πολύ μεγάλες. Η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος στην τελευταία ενδιάμεση έκθεση τις ανεβάζει στα 12 δις, ενώ οι εκτιμήσεις του διεθνούς οίκου Oliver Wyman πιστοποιούν ένα κενό χρηματοδότησης που ανέρχεται στα 15-18 δις Ευρώ.
Επειδή τώρα οι τράπεζες εκ των πραγμάτων και δεν θέλουν και δεν μπορούν να δώσουν τις αναγκαίες ενέσεις ρευστότητας, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να υποκαθιστούν τον τραπεζικό δανεισμό με την απευθείας χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Έτσι, αρκετές εταιρείες (ΟΤΕ, ΤΙΤΑΝ, ΕΛΠΕ, ΙΝΤΡΑΛΟΤ, ΦΡΙΓΟΓΚΛΑΣ κ.α.) άντλησαν το 2013 κεφάλαια ύψους 2 δις Ευρώ (Bloomberg) από τις διεθνείς αγορές. Άλλες μη αντέχοντας την πιστωτική ασφυξία μετέφεραν την έδρα τους στο εξωτερικό για να εξασφαλίσουν δανεισμό με χαμηλότερα επιτόκια. Επίσης, μια σειρά από ιδιωτικά funds, κυρίως αμερικανικής προέλευσης, έχουν επενδύσει, άμεσα ή έμμεσα μέσω συμμετοχών, σε ελληνικές εταιρείες, προσφέροντας μόνιμη λύση στο πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν. Εδώ εντάσσονται και οι προσπάθειες για χρησιμοποίηση του εργαλείου της χρηματοδότησης μέσω τιτλοποίησης δανείων και συμμετοχής των επενδυτών στο μετοχικό κεφάλαιο της επιχείρησης.
Ας σημειωθεί, ότι η εξέλιξη αυτή, γνωστή και ως αποδιαμεσολάβηση των τραπεζών, καταγράφεται σε διεθνές επίπεδο, με σκοπό την απεξάρτηση των επιχειρήσεων από τον τραπεζικό δανεισμό καθώς και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης.
Εκεί όπου υπάρχει μεγάλο πρόβλημα είναι στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και στις λεγόμενες “Startups”, τις νέες δηλαδή προσπάθειες ανάπτυξης νέων καινοτόμων επιχειρήσεων κυρίως σε κλάδους τεχνολογικής αιχμής. Ακόμη και σε περιπτώσεις που έχουν ενταχθεί σε προγράμματα του ΕΣΠΑ ή και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, αδυνατούν να προχωρήσουν στην υλοποίηση των σχεδίων, λόγω έλλειψης της συμπληρωματικής χρηματοδότησης. Επειδή όμως από αυτούς τους κλάδους περιμένουμε να δοθεί η πολυπόθητη αναπτυξιακή ώθηση, ο ρόλος των τραπεζών παραμένει κομβικός.
Σε ότι αφορά τις υπερδανεισμένες επιχειρήσεις, επιβάλλεται να δοθεί άμεσα λύση στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Η προωθούμενη από τη Διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας υποχρεωτική αύξηση κεφαλαίων με τη συμμετοχή των ιδιοκτητών, είναι πιθανό να βρει ολίγους προθύμους. Πρώτον, διότι τα βάρη είναι πολλά και δεύτερον διότι πολλά από τα δάνεια δεν έχουν επαρκείς καλύψεις. Συνεπώς, δεν είναι καθόλου βέβαιο, ότι οι επιχειρηματίες θα θελήσουν, ακόμη και να έχουν διαθέσιμα κεφάλαια, να διατηρήσουν τον έλεγχο των επιχειρήσεών τους. Για το λόγο αυτό οι τράπεζες θα πρέπει να επιλέξουν με αυστηρά τραπεζικά κριτήρια βιωσιμότητας εκείνες τις επιχειρήσεις που θα στηρίξουν, χρησιμοποιώντας ακόμη και τις προβλέψεις τους. Πρακτικές του παρελθόντος για τη στήριξη επιχειρήσεων των ημετέρων με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους, μόνο κακό μπορούν να κάνουν. Η εμπειρία του αλήστου μνήμης Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων της δεκαετίας του ογδόντα για τη διατήρηση στη ζωή των προβληματικών επιχειρήσεων του εβδομήντα, μας άφησε αρκετή σοφία για να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.
Το ερώτημα, αν οι αλλαγές αυτές τελικά θα βοηθήσουν αρχικά για να ξεπεράσουμε την κρίση και στη συνέχεια για να ορθοποδήσει η οικονομία, είναι ακόμη πολύ νωρίς για να απαντηθεί, έχουμε όμως τις επιφυλάξεις μας. Η υπερσυγκέντρωση του συστήματος, είναι βέβαιο, ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κυρίως σ’αυτές που δραστηριοποιούνται σε ειδικούς κλάδους. Χωρίς συνεπώς κάποιες εξειδικευμένες τράπεζες καθώς και κάποιες μικρές ή μεσαίες που να είναι σε θέση να αντιληφθούν τις ανάγκες των πελατών τους και να αφουγκραστούν τα προβλήματα που ανακύπτουν σε όλες τις φάσεις υλοποίησης των επενδυτικών τους σχεδίων, το τραπεζικό μας σύστημα χωλαίνει. Άλλωστε, σε καμιά χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχουν μόνο μεγάλες τράπεζες, αλλά πλαισιώνονται και από τοπικές, ειδικές, κλαδικές κλπ. Το κενό που δημιουργείται, αν δεν καλυφθεί, είναι πιθανό να συμπληρωθεί με τη διείσδυση ξένων τραπεζών, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Βασική αποστολή των τραπεζών είναι, η συγκέντρωση των αποταμιεύσεων του κοινού και η διοχέτευσή τους στην πραγματική οικονομία. Προς το παρόν δεν κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Οι αποταμιεύσεις, όχι πάντα με δική τους ευθύνη, μειώθηκαν τον Οκτώβριο στα 164,3 δις Ευρώ και βρέθηκαν σε επίπεδα Νοεμβρίου του 2005. Τα υψηλά επιτόκια καταθέσεων τα προηγούμενα χρόνια φαίνεται δεν ήσαν ικανά να αντισταθμίσουν μια σειρά από παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την αποταμίευση. Αλλεπάλληλες δηλώσεις για χρεοκοπία της χώρας, για κούρεμα των καταθέσεων, για κατασχέσεις αλλά και οι αυξανόμενες ανάγκες των πολιτών για συντήρηση του επιπέδου διαβίωσης και πληρωμής των τακτικών και έκτακτων λογαριασμών της εφορίας, ήσαν μερικοί απ’αυτούς. Έλληνες και ξένοι αξιωματούχοι, αλλά και αναλυτές έκαναν τα πάντα, ώστε η όποια εμπιστοσύνη υπήρχε στο τραπεζικό μας σύστημα να φθάσει στο Ναδίρ. Κυβερνήσεις και Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος ευθύνονται εδώ για άστοχους χειρισμούς, οι οποίοι ακόμη συνεχίζονται. Ας σημειωθεί δε, ότι ανάπτυξη χωρίς αποταμίευση είναι αδύνατη.
Η άλλη πηγή άντλησης κεφαλαίων, η διατραπεζική αγορά, έχει κλίσει ήδη με το ξέσπασμα της κρίσης. Για να επανέλθουν οι τράπεζες και να αντλήσουν κεφάλαια θα πρέπει να έχουν λυθεί όχι μόνο τα δικά τους προβλήματα φερεγγυότητας αλλά και του κράτους. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Η χρηματοδοτική δραστηριότητα εξάλλου των τραπεζών, καθόλου δεν βοήθησε στην επιβίωση ή και ανάπτυξη των επιχειρήσεων από την οποία εξαρτάται και η δική τους ύπαρξη. Οι επιχειρήσεις είχαν να αντιμετωπίσουν απαιτήσεις για άμεση επιστροφή δανείων, περικοπές πιστωτικών γραμμών, υψηλά επιτόκια, αφού οι τράπεζες εκτός από το αυξημένο γι’αυτές κόστος άντλησης κεφαλαίων, υπολόγιζαν και ένα περιθώριο πάνω από 2%, ανεβάζοντας έτσι το κόστος χρήματος σε επίπεδα όπου καμία ελληνική επιχείρηση δεν μπορεί να αντέξει στο διεθνή ανταγωνισμό.
Σε ετήσια βάση ο δανεισμός προς τις επιχειρήσεις μειώνεται, στο βωμό της απομόχλευσης, με ρυθμό πάνω από 4%, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ξεπέρασαν το 30% του συνόλου. Η κατάσταση είναι εκρηκτική. Αιτία, η μείωση του ΑΕΠ κατά 25% και η συνακόλουθη πτώση των πωλήσεων, η χαμηλή κερδοφορία και τα υψηλά επιτόκια.
Οι αυξημένες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, τους αφαιρούν κάθε σκέψη για επενδύσεις και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες είναι τόσο μεγάλες, ώστε μόνο για κεφάλαια κίνησης να απαιτούνται, όπως αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη της Grant Thornton, 4,2 δις Ευρώ. Συνεπώς κάθε σκέψη για κάλυψη των δανειακών αναγκών του δημοσίου μέσω εντόκων γραμματίων μέχρι τον Απρίλιο, όπως προτείνεται, θα αποβεί εις βάρος της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, αφού τα κεφάλαια θα προέλθουν αποκλειστικά από τις ελληνικές τράπεζες. Οι ανάγκες σε κεφάλαια για την επανεκκίνηση της οικονομίας είναι πολύ μεγάλες. Η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος στην τελευταία ενδιάμεση έκθεση τις ανεβάζει στα 12 δις, ενώ οι εκτιμήσεις του διεθνούς οίκου Oliver Wyman πιστοποιούν ένα κενό χρηματοδότησης που ανέρχεται στα 15-18 δις Ευρώ.
Επειδή τώρα οι τράπεζες εκ των πραγμάτων και δεν θέλουν και δεν μπορούν να δώσουν τις αναγκαίες ενέσεις ρευστότητας, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να υποκαθιστούν τον τραπεζικό δανεισμό με την απευθείας χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Έτσι, αρκετές εταιρείες (ΟΤΕ, ΤΙΤΑΝ, ΕΛΠΕ, ΙΝΤΡΑΛΟΤ, ΦΡΙΓΟΓΚΛΑΣ κ.α.) άντλησαν το 2013 κεφάλαια ύψους 2 δις Ευρώ (Bloomberg) από τις διεθνείς αγορές. Άλλες μη αντέχοντας την πιστωτική ασφυξία μετέφεραν την έδρα τους στο εξωτερικό για να εξασφαλίσουν δανεισμό με χαμηλότερα επιτόκια. Επίσης, μια σειρά από ιδιωτικά funds, κυρίως αμερικανικής προέλευσης, έχουν επενδύσει, άμεσα ή έμμεσα μέσω συμμετοχών, σε ελληνικές εταιρείες, προσφέροντας μόνιμη λύση στο πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν. Εδώ εντάσσονται και οι προσπάθειες για χρησιμοποίηση του εργαλείου της χρηματοδότησης μέσω τιτλοποίησης δανείων και συμμετοχής των επενδυτών στο μετοχικό κεφάλαιο της επιχείρησης.
Ας σημειωθεί, ότι η εξέλιξη αυτή, γνωστή και ως αποδιαμεσολάβηση των τραπεζών, καταγράφεται σε διεθνές επίπεδο, με σκοπό την απεξάρτηση των επιχειρήσεων από τον τραπεζικό δανεισμό καθώς και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης.
Εκεί όπου υπάρχει μεγάλο πρόβλημα είναι στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και στις λεγόμενες “Startups”, τις νέες δηλαδή προσπάθειες ανάπτυξης νέων καινοτόμων επιχειρήσεων κυρίως σε κλάδους τεχνολογικής αιχμής. Ακόμη και σε περιπτώσεις που έχουν ενταχθεί σε προγράμματα του ΕΣΠΑ ή και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, αδυνατούν να προχωρήσουν στην υλοποίηση των σχεδίων, λόγω έλλειψης της συμπληρωματικής χρηματοδότησης. Επειδή όμως από αυτούς τους κλάδους περιμένουμε να δοθεί η πολυπόθητη αναπτυξιακή ώθηση, ο ρόλος των τραπεζών παραμένει κομβικός.
Σε ότι αφορά τις υπερδανεισμένες επιχειρήσεις, επιβάλλεται να δοθεί άμεσα λύση στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Η προωθούμενη από τη Διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας υποχρεωτική αύξηση κεφαλαίων με τη συμμετοχή των ιδιοκτητών, είναι πιθανό να βρει ολίγους προθύμους. Πρώτον, διότι τα βάρη είναι πολλά και δεύτερον διότι πολλά από τα δάνεια δεν έχουν επαρκείς καλύψεις. Συνεπώς, δεν είναι καθόλου βέβαιο, ότι οι επιχειρηματίες θα θελήσουν, ακόμη και να έχουν διαθέσιμα κεφάλαια, να διατηρήσουν τον έλεγχο των επιχειρήσεών τους. Για το λόγο αυτό οι τράπεζες θα πρέπει να επιλέξουν με αυστηρά τραπεζικά κριτήρια βιωσιμότητας εκείνες τις επιχειρήσεις που θα στηρίξουν, χρησιμοποιώντας ακόμη και τις προβλέψεις τους. Πρακτικές του παρελθόντος για τη στήριξη επιχειρήσεων των ημετέρων με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους, μόνο κακό μπορούν να κάνουν. Η εμπειρία του αλήστου μνήμης Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων της δεκαετίας του ογδόντα για τη διατήρηση στη ζωή των προβληματικών επιχειρήσεων του εβδομήντα, μας άφησε αρκετή σοφία για να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.