Η παραμονή της χώρας στο Ευρώ θα πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε μέσο, αφού οι αρνητικές επιπτώσεις μιας εξόδου είναι πολύ περισσότερες από τα όποια αμφιβόλου αποτελέσματος πρόσκαιρα οφέλη. Γιατί λοιπόν αποτελεί ψευτοδίλημμα η επιλογή Ευρώ ή Δραχμή;
Πρώτον, είναι αλήθεια, ότι η κατασκευή του Ευρώ έπασχε από την αρχή. Η διαφορές στην παραγωγικότητα οδήγησαν σε πλεονάσματα στις Βόρειες χώρες και σε ελλείμματα στο Νότο. Αποτέλεσμα, η υπερχρέωση των χωρών και η αποκάλυψη της ανάγκης για ενιαίους κανόνες δημοσιονομικής και πιστωτικής πολιτικής. Οι δύο θεσμοί, Σύμφωνο Σταθερότητας και Τραπεζική Ένωση που στο μεταξύ κλήθηκαν να λύσουν το πρόβλημα, δυστυχώς είναι ανεπαρκείς.
Δεύτερον, είναι λάθος το βασικό επιχείρημα για την επιστροφή στη Δραχμή, ότι η χώρα θα κερδίσει σε ανταγωνιστικότητα, αφού της δίνεται η δυνατότητα της υποτίμησης και έτσι θα αυξηθούν οι εξαγωγές. Στη θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου η εξωτερική αξία του νομίσματος, εξαρτάται από τη ζήτηση των αγαθών και υπηρεσιών από το εξωτερικό. Αποτελεί δηλαδή ένα παράγωγο της διαδικασίας και όχι την αιτία που δημιουργεί αποτέλεσμα. Η υποτίμηση χρησιμοποιείται για να αντιμετωπιστούν μόνο βραχυχρόνιες ανισορροπίες. Η βελτίωση των εξαγωγών εξαρτάται από τις ελαστικότητες ζήτησης των επιμέρους προϊόντων που προσφέρονται στο εξωτερικό, οι οποίες συνδέονται με τη δομή της οικονομίας. Αυτή δυστυχώς για τη χώρα μας είναι το πρόβλημα και όχι το νόμισμα. Άλλωστε και στο παρελθόν με τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις οι επιδόσεις μας δεν βελτιώθηκαν, ούτε επίσης και με την υποτίμηση του Ευρώ τελευταία οι εξαγωγές σε τρίτες χώρες αυξήθηκαν.
Τρίτον, η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα είναι καταστροφική για πολλούς λόγους, οι βασικότεροι από τους οποίους είναι:
Επειδή θα έχει προηγηθεί χρεοκοπία, το τραπεζικό σύστημα θα καταρρεύσει. Οι δανειστές της χώρας θα γράψουν μεγάλες ζημιές με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να κλείσουν οι διεθνείς αγορές άντλησης κεφαλαίων. Η απώλεια της εμπιστοσύνης προς τη χώρα θα δυσχεράνει ακόμη και τις πιο απλές διεθνείς συναλλαγές των επιχειρήσεων. Η χώρα θα βρεθεί σε απομόνωση.
Οι τράπεζες θα καταρρεύσουν, όχι μόνο λόγω των μαζικών αναλήψεων των καταθέσεων, αλλά επειδή οι πολίτες θα προτιμήσουν το Ευρώ ως σταθερότερο νόμισμα. Ακόμη και σήμερα το 80% των Ελλήνων προτιμά το Ευρώ. Έτσι το πιθανότερο είναι να προσπαθήσουν να ανταλλάξουν το νέο νόμισμα με Ευρώ. Αυτός είναι ο σίγουρος δρόμος για το απόλυτο χάος.
Η χρησιμοποίηση της εκδοτικής μηχανής για εμπλουτισμό του συστήματος με φρέσκο νέο χρήμα θα οδηγήσει γρήγορα σε υπερπληθωρισμό. Θα ακολουθήσει μια υποτίμηση που σε πρώτη φάση υπολογίζεται σε 40-60%. Από αυτή θα ωφεληθεί ίσως ο τουριστικός τομέας, όχι όμως και οι υπόλοιποι τομείς της οικονομίας. Τα εξαγώγιμα προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας είναι πολύ λίγα, ενώ είμαστε υποχρεωμένοι να εισαγάγουμε όχι μόνο τρόφιμα και φάρμακα αλλά και πρώτες ύλες και καύσιμα, τα οποία τώρα θα είναι ακριβότερα. Το αποτέλεσμα θα είναι, ότι θα ενισχυθεί περαιτέρω ο πληθωρισμός.
Κερδισμένοι βέβαια, και γι’ αυτό κόπτονται για την επιστροφή, θα βγουν, όλοι εκείνοι που μετέφεραν τα χρήματά τους στο εξωτερικό για να κερδοσκοπήσουν, ενώ οι αποταμιευτές του εσωτερικού θα χάσουν σε μια νύχτα τις μισές και πάνω αποταμιεύσεις τους.
Συμπερασματικά, χωρίς η παραπάνω ανάλυση να διεκδικεί τίτλους πληρότητας, η επιστροφή στη Δραχμή, θα έμοιαζε με άλμα στο κενό από ένα τρένο που βρίσκεται σε κίνηση. Αυτό που προέχει τώρα είναι να εκμεταλλευτούμε το Status quo, το οποίο κατέχουμε. Θα πρέπει να επεξεργασθούμε ένα μακρόπνοο σχέδιο για την οικονομία μας, αξιοποιώντας τους ευρωπαϊκούς πόρους, που να στοχεύει στην ανάπτυξη και αναδιοργάνωση συγκεκριμένων τομέων που διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η χώρα μας ευτυχώς μπορεί να στηριχτεί για να επιτύχει σ΄αυτήν την επίπονη προσπάθεια, όχι μόνο στο άριστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό αλλά και στα φυσικά και κλιματικά προσόντα της, υπό την προϋπόθεση ότι και η πολιτική της ηγεσία θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Πρώτον, είναι αλήθεια, ότι η κατασκευή του Ευρώ έπασχε από την αρχή. Η διαφορές στην παραγωγικότητα οδήγησαν σε πλεονάσματα στις Βόρειες χώρες και σε ελλείμματα στο Νότο. Αποτέλεσμα, η υπερχρέωση των χωρών και η αποκάλυψη της ανάγκης για ενιαίους κανόνες δημοσιονομικής και πιστωτικής πολιτικής. Οι δύο θεσμοί, Σύμφωνο Σταθερότητας και Τραπεζική Ένωση που στο μεταξύ κλήθηκαν να λύσουν το πρόβλημα, δυστυχώς είναι ανεπαρκείς.
Δεύτερον, είναι λάθος το βασικό επιχείρημα για την επιστροφή στη Δραχμή, ότι η χώρα θα κερδίσει σε ανταγωνιστικότητα, αφού της δίνεται η δυνατότητα της υποτίμησης και έτσι θα αυξηθούν οι εξαγωγές. Στη θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου η εξωτερική αξία του νομίσματος, εξαρτάται από τη ζήτηση των αγαθών και υπηρεσιών από το εξωτερικό. Αποτελεί δηλαδή ένα παράγωγο της διαδικασίας και όχι την αιτία που δημιουργεί αποτέλεσμα. Η υποτίμηση χρησιμοποιείται για να αντιμετωπιστούν μόνο βραχυχρόνιες ανισορροπίες. Η βελτίωση των εξαγωγών εξαρτάται από τις ελαστικότητες ζήτησης των επιμέρους προϊόντων που προσφέρονται στο εξωτερικό, οι οποίες συνδέονται με τη δομή της οικονομίας. Αυτή δυστυχώς για τη χώρα μας είναι το πρόβλημα και όχι το νόμισμα. Άλλωστε και στο παρελθόν με τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις οι επιδόσεις μας δεν βελτιώθηκαν, ούτε επίσης και με την υποτίμηση του Ευρώ τελευταία οι εξαγωγές σε τρίτες χώρες αυξήθηκαν.
Τρίτον, η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα είναι καταστροφική για πολλούς λόγους, οι βασικότεροι από τους οποίους είναι:
Επειδή θα έχει προηγηθεί χρεοκοπία, το τραπεζικό σύστημα θα καταρρεύσει. Οι δανειστές της χώρας θα γράψουν μεγάλες ζημιές με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να κλείσουν οι διεθνείς αγορές άντλησης κεφαλαίων. Η απώλεια της εμπιστοσύνης προς τη χώρα θα δυσχεράνει ακόμη και τις πιο απλές διεθνείς συναλλαγές των επιχειρήσεων. Η χώρα θα βρεθεί σε απομόνωση.
Οι τράπεζες θα καταρρεύσουν, όχι μόνο λόγω των μαζικών αναλήψεων των καταθέσεων, αλλά επειδή οι πολίτες θα προτιμήσουν το Ευρώ ως σταθερότερο νόμισμα. Ακόμη και σήμερα το 80% των Ελλήνων προτιμά το Ευρώ. Έτσι το πιθανότερο είναι να προσπαθήσουν να ανταλλάξουν το νέο νόμισμα με Ευρώ. Αυτός είναι ο σίγουρος δρόμος για το απόλυτο χάος.
Η χρησιμοποίηση της εκδοτικής μηχανής για εμπλουτισμό του συστήματος με φρέσκο νέο χρήμα θα οδηγήσει γρήγορα σε υπερπληθωρισμό. Θα ακολουθήσει μια υποτίμηση που σε πρώτη φάση υπολογίζεται σε 40-60%. Από αυτή θα ωφεληθεί ίσως ο τουριστικός τομέας, όχι όμως και οι υπόλοιποι τομείς της οικονομίας. Τα εξαγώγιμα προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας είναι πολύ λίγα, ενώ είμαστε υποχρεωμένοι να εισαγάγουμε όχι μόνο τρόφιμα και φάρμακα αλλά και πρώτες ύλες και καύσιμα, τα οποία τώρα θα είναι ακριβότερα. Το αποτέλεσμα θα είναι, ότι θα ενισχυθεί περαιτέρω ο πληθωρισμός.
Κερδισμένοι βέβαια, και γι’ αυτό κόπτονται για την επιστροφή, θα βγουν, όλοι εκείνοι που μετέφεραν τα χρήματά τους στο εξωτερικό για να κερδοσκοπήσουν, ενώ οι αποταμιευτές του εσωτερικού θα χάσουν σε μια νύχτα τις μισές και πάνω αποταμιεύσεις τους.
Συμπερασματικά, χωρίς η παραπάνω ανάλυση να διεκδικεί τίτλους πληρότητας, η επιστροφή στη Δραχμή, θα έμοιαζε με άλμα στο κενό από ένα τρένο που βρίσκεται σε κίνηση. Αυτό που προέχει τώρα είναι να εκμεταλλευτούμε το Status quo, το οποίο κατέχουμε. Θα πρέπει να επεξεργασθούμε ένα μακρόπνοο σχέδιο για την οικονομία μας, αξιοποιώντας τους ευρωπαϊκούς πόρους, που να στοχεύει στην ανάπτυξη και αναδιοργάνωση συγκεκριμένων τομέων που διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η χώρα μας ευτυχώς μπορεί να στηριχτεί για να επιτύχει σ΄αυτήν την επίπονη προσπάθεια, όχι μόνο στο άριστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό αλλά και στα φυσικά και κλιματικά προσόντα της, υπό την προϋπόθεση ότι και η πολιτική της ηγεσία θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.